Αυθαίρετα. Οι οριστικές αποφάσεις χαρακτηρισμού ή μη κατασκευής ως αυθαίρετης και κατεδαφιστέας ανακαλούνται από το όργανο που τις εξέδωσε για λόγους νομιμότητας. Πότε η πράξη, με την οποία εκδηλώνεται άρνηση της Διοίκησης να ανακαλέσει προηγούμενη εκτελεστή πράξη της, έχει εκτελεστό χαρακτήρα. Η επί της αιτήσεως θεραπείας ή της άτυπης ιεραρχικής προσφυγής εκδιδομένη πράξη έχει εκτελεστό χαρακτήρα εφόσον εκδοθεί ύστερα από νέα έρευνα επί του πραγματικού της υποθέσεως και όχι επί νομικών ζητημάτων, οπότε έχει βεβαιωτικό χαρακτήρα. Η απόφαση της Επιτροπής Εκδικάσεως Ενστάσεων Αυθαιρέτων, που εκδόθηκε επί αιτήσεως θεραπείας της εκκαλούσας κατά προηγούμενης αποφάσεως της Επιτροπής, χωρίς νέα έρευνα του πραγματικού της υποθέσεως ως προς το χρόνο κατασκευής των κτιρίων, στερείται εκτελεστότητας και προσβάλλεται απαράδεκτα με αίτηση ακύρωσης. Απορρίπτεται η έφεση.

Αριθμός 1774/2017

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Ε΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 6 Νοεμβρίου 2013, με την εξής σύνθεση: Αγγ. Θεοφιλοπούλου, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Ε΄ Τμήματος, Μ. Γκορτζολίδου, Θ. Αραβάνης, Σύμβουλοι, Ο. Παπαδοπούλου, Ε. Μουργιά, Πάρεδροι. Γραμματέας η Ειρ. Δασκαλάκη.

Για να δικάσει την από 27 Ιουλίου 2010 έφεση:

της Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «………..», που εδρεύει στο ….Αττικής (………..), η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Γεώργιο Φερετζάνη (Α.Μ. 25971), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,

κατά του Δήμου … και ήδη Δήμου ………., ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Αριστείδη Τριγώνη (Α.Μ. 5477), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,

και κατά της υπ’ αριθμ. 1478/2009 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς.

Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων δήλωσαν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 21 του Κανονισμού Λειτουργίας του Δικαστηρίου, ότι δεν θα αγορεύσουν.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Ε. Μουργιά.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου

κ α ι

Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης εφέσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (…/2010 και …/2010 ειδικά έντυπα παραβόλου, σειράς Α).

2. Επειδή, με την έφεση αυτή ζητείται, παραδεκτώς, η εξαφάνιση της 1478/2009 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, με την οποία απορρίφθηκε αίτηση ακυρώσεως της εκκαλούσας εταιρείας κατά της ..1.12.2003 αποφάσεως της Επιτροπής εκδικάσεως ενστάσεων αυθαιρέτων της Διεύθυνσης Πολεοδομίας του Δήμου ………. .

3. Επειδή, στο άρθρο 22 του ΓΟΚ/1985 [ν. 1577/1985 (Α΄ 210)], όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 19 παρ. 3 του ν. 2831/2000 (Α΄140) και ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο εκδόσεως της επίδικης εκθέσεως αυτοψίας, ορίζεται ότι «1. Για την εκτέλεση οποιασδήποτε εργασίας δόμησης εντός ή εκτός οικισμού απαιτείται οικοδομική άδεια της αρμόδιας πολεοδομικής υπηρεσίας. Τέτοιες εργασίες είναι ιδίως […] η ανέγερση, επισκευή, διαρρύθμιση […] κτιρίων […] 2. […] 3. Κάθε κατασκευή που εκτελείται α) χωρίς την άδεια της παρ. 1 ή β) καθ’ υπέρβαση της άδειας ή γ) με βάση άδεια που ανακλήθηκε ή δ) κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων είναι αυθαίρετη και υπάγεται στις σχετικές με τα αυθαίρετα διατάξεις του ν. 1337/1983 όπως ισχύουν. Αυθαίρετη κατά το προηγούμενο εδάφιο κατασκευή, η οποία όμως δεν παραβιάζει τις ισχύουσες πολεοδομικές διατάξεις ή αυτές που ίσχυαν κατά το χρόνο κατασκευής της είναι δυνατόν να νομιμοποιηθεί ύστερα από έκδοση ή αναθεώρηση οικοδομικής αδείας. Μετά την έκδοση ή αναθεώρηση της παραπάνω οικοδομικής άδειας η κατασκευή παύει να είναι κατεδαφιστέα και επιβάλλονται μόνο τα πρόστιμα […]».

4. Επειδή, περαιτέρω, το π.δ. 267/1998 «Διαδικασία χαρακτηρισμού και κατεδάφισης νέων αυθαιρέτων κατασκευών, τρόπος εκτίμησης της αξίας και καθορισμός του ύψους των προστίμων αυτών» (Α΄ 195), ορίζει στο άρθρο 1 ότι «1. Η διαπίστωση και o χαρακτηρισμός αυθαιρέτου […] γίνεται ύστερα από αυτοψία υπαλλήλου της κατά τόπο αρμόδιας πολεοδομικής υπηρεσίας, που συντάσσει επιτόπου σχετική έκθεση […] 2. Στην έκθεση αναφέρεται η θέση του αυθαιρέτου με οδοιπορικό σκαρίφημα, όπου απαιτείται, συνοπτική περιγραφή με σκαρίφημα, οι διαστάσεις του, καθώς και οι πολεοδομικές διατάξεις που παραβιάσθηκαν. Η ίδια έκθεση περιλαμβάνει υπολογισμό της αξίας του αυθαιρέτου και επιβολή των προστίμων της παρ.2 του άρθρου 17 του ν. 1337/1983 όπως ισχύει […] », στο άρθρο 4 ότι «1. Κατά της έκθεσης αυτοψίας μπορεί να κάνει ένσταση κάθε ενδιαφερόμενος […] 4. Η ένσταση εξετάζεται από τετραμελή επιτροπή που αποτελείται από τρείς (3) υπαλλήλους της αρμόδιας πολεοδομικής υπηρεσίας και έναν (1) εκπρόσωπο της τοπικής ένωσης δήμων και κοινοτήτων με τους αναπληρωτές τους. Η επιτροπή συγκροτείται σε κάθε πολεοδομική υπηρεσία με απόφαση του Νομάρχη […] Ο εκπρόσωπος της τοπικής ένωσης Δήμων και Κοινοτήτων ορίζεται μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία 30 ημερών από τότε που το σχετικό έγγραφο του Νομάρχη περιέρχεται στην τοπική ένωση Δήμων και Κοινοτήτων. Εάν μετά την πάροδο της προθεσμίας δεν έχει ορισθεί εκπρόσωπος, ως τέταρτο μέλος της Επιτροπής ορίζεται εκπρόσωπος της οικείας Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης […] Η επιτροπή έχει απαρτία όταν παρευρίσκονται τα τρία τουλάχιστον από τα μέλη της και αποφασίζει κατά πλειοψηφία […] Σε περίπτωση ισοψηφίας υπερισχύει η ψήφος του Προέδρου […] Η επιτροπή, αφού εξετάσει τις απόψεις του ενδιαφερομένου, αποφαίνεται οριστικά επί της ένστασης, με αιτιολογημένη απόφαση, η οποία αναγράφεται πάνω στην ένσταση και υπογράφεται από τα μέλη και τον γραμματέα αυτής. Της απόφασης λαμβάνει γνώση ο ενδιαφερόμενος, υπογράφοντας αμέσως. Αν αρνηθεί να υπογράψει ή δεν είναι παρών, γίνεται σχετική ενυπόγραφη σημείωση από τον γραμματέα της επιτροπής. ʼλλη ειδοποίηση στον ενδιαφερόμενο δεν απαιτείται […] Αν απορριφθεί η ένσταση, το αυθαίρετο κατεδαφίζεται μέσα σε 10 ημέρες από την έκδοση της απόφασης […] τα δε πρόστιμα όπως τελικά οριστικοποιήθηκαν από την επιτροπή, βεβαιώνονται στην αρμόδια οικονομική υπηρεσία, εισπράττονται ως δημόσιο έσοδο και αποδίδονται εξ ολοκλήρου στο Ειδικό Ταμείο Εφαρμογής Ρυθμιστικών και Πολεοδομικών Σχεδίων (ΕΤΕΡΠΣ) […].», στο άρθρο 8 ότι «1 […] 2. Για όσα κτίσματα έχουν μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος Δ/τος χαρακτηρισθεί αυθαίρετα, ο τρόπος υπολογισμού των προστίμων γίνεται με τις προγενέστερες διατάξεις, αλλά με τη διαδικασία του παρόντος Δ/τος. Για όσα κτίσματα έχει υποβληθεί ένσταση κατά απόφασης επιβληθέντων προστίμων ακολουθείται η προγενέστερη του παρόντος διαδικασία» και στο άρθρο 9 ότι από τη δημοσίευση του διατάγματος αυτού καταργούνται το από 5.7.1983 π.δ. (Δ’ 291) καθώς και το από 3.9.1983 π.δ. (Δ’ 393) με την επιφύλαξη της παρ. 2 του ανωτέρω άρθρου 8.

5. Επειδή, με τις προαναφερθείσες διατάξεις του π.δ/τος 267/1998 θεσπίζεται, όπως άλλωστε και υπό το καθεστώς του από 5.7/12.7.1983 προγενέστερου προεδρικού διατάγματος, διοικητική διαδικασία για τον χαρακτηρισμό κατασκευής ως αυθαίρετης, η οποία περιλαμβάνει τη σύνταξη εκθέσεως αυτοψίας, καθώς και τη δυνατότητα υποβολής κατ’ αυτής, από κάθε ενδιαφερόμενο, ενστάσεως – ενδικοφανούς προσφυγής ενώπιον Επιτροπής, με την απόφαση της οποίας ολοκληρώνεται η διαδικασία, η απόφαση δε αυτή χαρακτηρίζεται ως οριστική. Ενόψει, όμως, της γενικής αρχής του δικαίου, κατά την οποία οι διοικητικές πράξεις, και όταν χαρακτηρίζονται από τον νόμο ως οριστικές, μπορεί να ανακαλούνται από το όργανο που τις εξέδωσε για λόγους νομιμότητας, είναι επιτρεπτή, παρά τη θέσπιση της ειδικής διοικητικής διαδικασίας και τον εκ του νόμου χαρακτηρισμό της αποφάσεως ως οριστικής, η επάνοδος της Διοίκησης είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν αιτήσεως των ενδιαφερομένων, σε θέμα χαρακτηρισμού ή μη κατασκευής ως αυθαίρετης και κατεδαφιστέας και, περαιτέρω, η ανάκληση για λόγους νομιμότητας της αποφάσεως της Επιτροπής κατά τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου ή κατά τις γενικές διατάξεις που διέπουν την ανάκληση των διοικητικών πράξεων (πρβλ. ΣτΕ 4939/2013, 314/2006 κ.ά.). Εφόσον, πάντως, κατά τα ήδη εκτεθέντα, η Διοίκηση απλώς ευχέρεια επανόδου έχει και όχι υποχρέωση, είναι νόμιμη η, χωρίς κατ’ ουσία επανεξέταση της υποθέσεως και χωρίς την εκτίμηση νεότερων πραγματικών στοιχείων, εμμονή στην αρχική κρίση της, κατ’ επίκληση του γεγονότος της διοικητικής τελεσιδικίας της υποθέσεως, η πράξη δε με την οποία εκδηλώνεται η εμμονή αυτή δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη (ΣτΕ 314/2006).

6. Επειδή, εξάλλου, στο άρθρο 24 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2690/1999, (Α΄ 45), ορίζεται ότι «1. Αν από τις σχετικές διατάξεις δεν προβλέπεται η δυνατότητα άσκησης της, κατά το επόμενο άρθρο, ειδικής διοικητικής, ή ενδικοφανούς, προσφυγής, ο ενδιαφερόμενος, για την αποκατάσταση υλικής ή ηθικής βλάβης των έννομων συμφερόντων του που προκαλείται από ατομική διοικητική πράξη μπορεί, για οποιονδήποτε λόγο, με αίτησή του, να ζητήσει, είτε από τη διοικητική αρχή η οποία εξέδωσε την πράξη, την ανάκληση ή την τροποποίησή της (αίτηση θεραπείας), είτε, από την αρχή η οποία προΐσταται εκείνης που εξέδωσε την πράξη, την ακύρωσή της (ιεραρχική προσφυγή). 2. Η διοικητική αρχή στην οποία υποβάλλεται η, κατά την προηγούμενη παράγραφο, αίτηση οφείλει να γνωστοποιήσει στον ενδιαφερόμενο την απόφασή της για την αίτηση αυτή το αργότερο μέσα σε τριάντα (30) ημέρες, εκτός αν από ειδικές διατάξεις προβλέπεται διαφορετική προθεσμία. 3. Αν αρμόδια για την ανάκληση ή τροποποίηση ή την ακύρωση είναι άλλη διοικητική αρχή, εκείνη στην οποία κατατέθηκε η αίτηση θεραπείας ή η ιεραρχική προσφυγή οφείλει να τη διαβιβάσει στην αρμόδια αρχή το αργότερο μέσα σε πέντε (5) ημέρες. Και στην περίπτωση αυτή, η γνωστοποίηση της απόφασης της αρμόδιας αρχής, στον ενδιαφερόμενο, πρέπει να γίνεται μέσα στην κατά την προηγούμενη παράγραφο προθεσμία. 4. Αν η πράξη ακυρωθεί, η υπόθεση επανέρχεται στην αρχή που εξέδωσε την πράξη, εκτός αν οι σχετικές διατάξεις προβλέπουν αρμοδιότητα της προϊστάμενης αρχής για την έκδοσή της». Στο άρθρο 25 του ίδιου νόμου, με τίτλο «Ειδική διοικητική προσφυγή – Ενδικοφανής προσφυγή», ορίζεται ότι «1. Όπου προβλέπεται από ειδικές διατάξεις, ο ενδιαφερόμενος, για την αποκατάσταση υλικής ή ηθικής βλάβης των έννομων συμφερόντων του που προκαλείται από διοικητική πράξη, μπορεί, με προσφυγή του, η οποία ασκείται ενώπιον του προβλεπόμενου από τις διατάξεις αυτές διοικητικού οργάνου και μέσα στην οριζόμενη από τις ίδιες προθεσμία, να ζητήσει, κατά περίπτωση, την ακύρωση ή την τροποποίηση της πράξης. 2. Το διοικητικό όργανο, ανάλογα με την πρόβλεψη των σχετικών διατάξεων, είτε εξετάζει μόνο τη νομιμότητα της πράξης, οπότε και μπορεί να την ακυρώσει εν όλω ή εν μέρει ή να απορρίψει την προσφυγή (ειδική διοικητική προσφυγή), είτε εξετάζει τόσο τη νομιμότητα της πράξης όσο και την ουσία της υπόθεσης, όποτε και μπορεί να ακυρώσει εν όλω ή εν μέρει ή να τροποποιήσει την πράξη ή να απορρίψει την προσφυγή (ενδικοφανής προσφυγή) […]».

7. Επειδή, όπως έχει παγίως κριθεί, κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, η οποία υπαγορεύεται από την ασφάλεια δικαίου και την ανάγκη σταθερότητας των διοικητικών καταστάσεων, και η οποία έχει εφαρμογή εφόσον ο νόμος δεν ορίζει το αντίθετο, η Διοίκηση δεν έχει, κατ’ αρχήν, υποχρέωση να ανακαλεί τις πράξεις της, για τις οποίες έχει παρέλθει η κατά νόμο προθεσμία προσβολής ή που έχουν προσβληθεί ανεπιτυχώς, ακόμη και όταν αυτές είναι παράνομες (ΣτΕ 2177/2004 Ολομ., 1041/2004 7μ., 3616/2001, 459/2001 κ.ά.). Πράξη δε με την οποία εκδηλώνεται άρνηση της Διοίκησης να ανακαλέσει προηγούμενη εκτελεστή πράξη της, δεν έχει εκτελεστό χαρακτήρα, παρά μόνον εάν εκδοθεί μετά από νέα ουσιαστική έρευνα της υποθέσεως, η οποία στηρίζεται σε εκτίμηση νέων στοιχείων (ΣτΕ 1567/2010, 3170/2008, 2227/2008, 2632/2006, 235/2004 κ.ά.).

8. Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, τα οποία εκτίμησε και η εκκαλουμένη, η εκκαλούσα ανώνυμη εταιρεία διατηρεί από το έτος 1934 εργοστάσιο σπορελαιουργίας, ραφινερίας ελαίων και ξηραντηρίου βαμβακόσπορου στην οδό ….. στον Δήμο …….. νομού Αττικής. Στις 4.10.2000 διενεργήθηκε αυτοψία στις εγκαταστάσεις της εκκαλούσας και συντάχθηκε αυθημερόν η ../2000 έκθεση αυτοψίας αυθαιρέτων κατασκευών του Γραφείου Πολεοδομίας της Διεύθυνσης Τεχνικών Υπηρεσιών του Δήμου …, με την οποία διαπιστώθηκε ότι στις προαναφερθείσες εγκαταστάσεις είχαν πραγματοποιηθεί αυθαίρετες εργασίες, συγκεκριμένα δε, όπως αναφέρεται στην έκθεση, «α) Τμήμα του ακαλύπτου χώρου που υπήρχε μεταξύ των παλαιών υπαρχόντων κτισμάτων έχει στεγασθεί με τραπεζοειδείς λαμαρίνες στηριζόμενες σε σιδηροκατασκευή, διαστάσεων […] β) Στο πίσω τμήμα του οικοπέδου υπάρχει κλειστός χώρος από τραπεζοειδείς λαμαρίνες σε σιδηροκατασκευή διαστάσεων 65,00 Χ 59,00 και ύψος 7μ. περίπου, ο οποίος ευρέθη κλειστός». Οι κατασκευές αυτές χαρακτηρίσθηκαν αυθαίρετες και κατεδαφιστέες και επιβλήθηκαν πρόστιμα ανεγέρσεως 84.737.000 δραχμών και διατηρήσεως 4.728.000 δραχμών. Κατά της ανωτέρω εκθέσεως αυτοψίας η εκκαλούσα άσκησε την από 28.10.2000 ένστασή της στην αρμόδια Επιτροπή εκδικάσεως ενστάσεων αυθαιρέτων κατασκευών, με την οποία ισχυρίσθηκε ότι οι εν λόγω εγκαταστάσεις έχουν κατασκευασθεί πριν από το έτος 1983 και, επομένως, εφαρμοστέα, ως προς τα πρόστιμα, είναι η παρ. 7 του άρθρου 18 του ν. 1337/1983, κατά την οποία ως διοικητική ποινή για τις αυθαίρετες κατασκευές πριν από την 31η.1.1983 επιβάλλεται το διπλάσιο της ειδικής εισφοράς, όπως αυτή προσδιορίζεται από τα άρθρα 1, 2 και 3 του π. δ/τος της 3/8.9.1983. Περαιτέρω, ισχυρίσθηκε ότι σε περίπτωση που κριθεί ότι εφαρμοστέες είναι οι διατάξεις του π.δ. 267/1998, εφαρμογή έχει το άρθρο 2 παρ. 3 του διατάγματος αυτού, κατά το οποίο, για κάθε κτίριο ή εγκατάσταση, που δεν αναφέρεται στις υπόλοιπες κατηγορίες ή που ο υπολογισμός της συμβατικής αξίας δεν μπορεί κατά τη κρίση της πολεοδομικής υπηρεσίας να γίνει με βάση τα αναφερόμενα στις παραγράφους 1 και 2, τότε ο υπολογισμός της αξίας γίνεται με αναλυτικό τρόπο και τρέχουσες τιμές. Επί της ενστάσεως αυτής εκδόθηκε η 130/16.3.2001 απόφαση της Επιτροπής, με την οποία έγινε δεκτό, ότι το κτίριο με αριθμό (6) που εμφαίνεται στο τοπογραφικό διάγραμμα του Μηχανικού …………. με ημερομηνία 10.4.2000, το οποίο κατατέθηκε στην Επιτροπή στις 22.5.2000, είχε κατασκευασθεί πριν από το έτος 1983, τα υπόλοιπα δε κτίρια (1), (2), (3), (4) και (5) είναι μεταγενέστερα του έτους 1983. Η εκκαλούσα εταιρεία στις 26.7.2001 υπέβαλε αίτηση θεραπείας ζητώντας τον ορθό χαρακτηρισμό των αυθαιρέτων ή μη κτισμάτων, προσκομίζοντας και φωτοερμηνεία περιοχής……….. του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων. Επί της ενστάσεως αυτής εκδόθηκε η 137/28.9.2001 απόφαση της Επιτροπής, σύμφωνα με την οποία και τα κτίρια με αριθμούς (4) και (5) του προαναφερθέντος τοπογραφικού είναι κατασκευασμένα πριν από το έτος 1983. Κατόπιν της αποφάσεως αυτής, η πολεοδομική υπηρεσία προέβη σε νέο υπολογισμό των προστίμων ανεγέρσεως και διατηρήσεως, και το μεν πρόστιμο για τα κτίρια πριν από την 31η.1.1983 υπολογίσθηκε σε 159.773,28 ευρώ, το δε πρόστιμο ανεγέρσεως για τα λοιπά κτίρια σε 26.274 ευρώ και το πρόστιμο διατηρήσεως σε 1314 ευρώ ετησίως από 4.10.2000 αναπροσαρμοζόμενο κατά 10% ετησίως. Εξάλλου, όπως προκύπτει από το ../9.1.2008 έγγραφο απόψεων της Διοίκησης προς το Διοικητικό Εφετείο Πειραιώς, για τα κτίρια (4), (5) και (6), τα οποία έγινε δεκτό ότι προϋφίστανται του έτους 1983, το πρόστιμο υπολογίσθηκε σύμφωνα με το άρθρο 2 του π.δ. της 3/8.9.1983, οι αυθαίρετες κατασκευές υπήχθησαν στην κατηγορία Β των προαναφερθεισών ως στεγασμένοι χώροι βιομηχανικού κτιρίου, οι δε συντελεστές πολλαπλασιάσθηκαν επί 1,15 λόγω του γεγονότος ότι δεν προσκομίσθηκαν στοιχεία για τον αριθμό των ακινήτων της, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1 του π.δ. της 3/8.9.1983. Ως προς τα υπόλοιπα κτίρια (1), (2) και (3), για τα οποία έγινε δεκτό ότι κατασκευάσθηκαν μετά το έτος 1983, ο υπολογισμός της συμβατικής τους αξίας έγινε σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 2 του π.δ. 267/1998 και για τον υπολογισμό της τιμής μονάδας ελήφθη υπόψη το ήμισυ της τιμής μονάδας του χώρου κύριας χρήσεως που εξυπηρετούν, δηλαδή βιομηχανικό κτίριο. Η εκκαλούσα υπέβαλε νέα αίτηση στις 11.8.2003 εμμένοντας στον ισχυρισμό της ότι όλες οι επίμαχες αυθαίρετες κατασκευές έχουν κατασκευασθεί με την ίδρυση και λειτουργία της εταιρείας, πριν δηλαδή από το έτος 1983, περαιτέρω δε, ζήτησε την διαγραφή του προστίμου των 159.773,28 ευρώ, διότι, όπως ισχυρίσθηκε, κατέθεσε φάκελο μελέτης για την κατεδάφιση των ως άνω κατασκευών. Η αίτηση αυτή θεραπείας απορρίφθηκε με την 168/1.12.2003 απόφαση της Επιτροπής εκδικάσεως ενστάσεων αυθαιρέτων της Διεύθυνσης Πολεοδομίας του Δήμου ……. , με την αιτιολογία ότι η εκκαλούσα έπρεπε να είχε προβεί στην οικειοθελή κατεδάφιση των αυθαιρέτων εντός εικοσαημέρου από την κοινοποίηση της εκθέσεως αυτοψίας. Κατά της τελευταίας πράξεως, η εκκαλούσα άσκησε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, η οποία απορρίφθηκε με την εκκαλουμένη. Με την απόφαση αυτή, μεταξύ άλλων, κρίθηκε ότι ο λόγος ακυρώσεως ότι όλα τα αυθαίρετα κτίσματα έχουν κατασκευασθεί πριν από το 1983 προβάλλεται μεν παραδεκτώς, διότι το αίτημα αυτό είχε επανέλθει προς εξέταση στην οικεία Επιτροπή με την από 11.8.2003 αίτηση θεραπείας της εκκαλούσας και απορρίφθηκε, αλλά αβασίμως. Τούτο διότι, όπως έγινε δεκτό από το δικάσαν δικαστήριο, η κρίση περί του χαρακτηρισμού των ενδίκων κατασκευών ως αυθαιρέτων και του χρόνου κατασκευής αυτών είχε καταστεί οριστική με τις 130/16.3.2001 και 137/28.9.2001 αποφάσεις της Επιτροπής, κατά των οποίων δεν ασκήθηκε ένδικο μέσο, ούτε ανακλήθηκαν ρητά ή σιωπηρά με την προσβαλλόμενη 168/1.12.2003 νεότερη απόφαση της Επιτροπής, αντιθέτως δε, εφόσον με την πράξη αυτή δεν γίνεται ουδεμία κρίση για τον αυθαίρετο χαρακτήρα των κατασκευών και τον χρόνο κατασκευής τους, δεδομένου ότι δεν προέκυψε μεταβολή της πραγματικής καταστάσεως σε σχέση με την αυθαιρεσία αυτή, όπως περιγράφεται στην ../2000 έκθεση αυτοψίας, ως προς το ζήτημα αυτό η νεότερη αυτή απόφαση της Επιτροπής απλώς επιβεβαιώνει τις προγενέστερες αποφάσεις της και, συνεπώς, ως προς το κεφάλαιο αυτό δεν είναι προσβλητή με τη κρινόμενη αίτηση. Περαιτέρω, κρίθηκε ότι εάν ήθελε θεωρηθεί ότι η υπό κρίση αίτηση στρέφεται και κατά των προγενέστερων αποφάσεων της Επιτροπής, η αίτηση είναι απορριπτέα ως εκπρόθεσμη, διότι κατά τη συνεδρίαση της Επιτροπής και στις δύο περιπτώσεις παρέστη ο εκπρόσωπος της εταιρείας …………… , όπως ο ίδιος δήλωσε την ιδιότητά του αυτή με την από 1.11.2000 ένστασή του και την από 11.8.2003 αίτηση θεραπείας στην Eπιτρoπή και συνεπώς από την ημερομηνία συνεδριάσεως της Επιτροπής η εταιρεία έχει λάβει πλήρη γνώση των αποφάσεων αυτών. Με την ίδια ως άνω αιτιολογία απορρίφθηκε ως αβάσιμος και ο δεύτερος λόγος, που προβλήθηκε με το δικόγραφο των προσθέτων λόγων, ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι ακυρωτέα, διότι δεν αναφέρονται οι πολεοδομικές διατάξεις που παραβιάζονται, δεδομένου ότι ο λόγος αυτός κρίθηκε ότι αφορά στην αυθαιρεσία εν γένει των κατασκευών και τη διαπίστωσή της, η οποία είχε κριθεί με προγενέστερες της προσβαλλόμενης αποφάσεις της Επιτροπής, οι οποίες έχουν διαφύγει τον ακυρωτικό έλεγχο, η δε προσβαλλόμενη, ως προς το κεφάλαιο αυτό κρίθηκε με την εκκαλουμένη ότι έχει επιβεβαιωτικό χαρακτήρα και, συνεπώς, δεν προσβάλλεται παραδεκτώς με τη κρινόμενη αίτηση.

9. Επειδή, από τα προαναφερθέντα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι οι 130/16.3.2001 και 137/28.9.2001 αποφάσεις της Επιτροπής εκδικάσεως ενστάσεων αυθαιρέτων εκδόθηκαν, η μεν πρώτη επί ενδικοφανούς προσφυγής, η δε δεύτερη επί αιτήσεως θεραπείας της εκκαλούσας εταιρείας και κατέστησαν οριστικές ως προς το ζήτημα του χρόνου κατασκευής των αυθαιρέτων εγκαταστάσεων, εφόσον κατ’ αυτών δεν ασκήθηκε αίτηση ακυρώσεως εντός της προβλεπομένης στο νόμο προθεσμίας. Περαιτέρω, με την 168/1.12.2003 απόφαση της Επιτροπής δεν εξετάσθηκε το ως άνω ζήτημα αλλά απορρίφθηκε η από 26.7.2001 αίτηση της εκκαλούσας για την ακύρωση του προστίμου των 159.773,28 ευρώ, χωρίς νέα ουσιαστική έρευνα της υποθέσεως. Περαιτέρω, ανεξαρτήτως του ζητήματος εάν η απόφαση της Επιτροπής αυθαιρέτων υπέκειτο ή μη σε ιεραρχικό έλεγχο (πρβλ. άρθρο 24 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, ΣτΕ 1455/1985, 1040/1990), η επί της αιτήσεως θεραπείας ή της άτυπης ιεραρχικής προσφυγής εκδιδομένη πράξη έχει εκτελεστό χαρακτήρα εφόσον εκδοθεί ύστερα από νέα έρευνα επί του πραγματικού της υποθέσεως και όχι επί νομικών ζητημάτων, οπότε έχει βεβαιωτικό χαρακτήρα, δηλώνουσα εμμονή της Διοίκησης στην προσβληθείσα με την αίτηση θεραπείας ή την προσφυγή απόφαση (ΣτΕ 5016/2012, 3259/2011 κ.ά.). Κατά συνέπεια, η από 1.12.2003 απόφαση της Επιτροπής Εκδικάσεως Ενστάσεων Αυθαιρέτων που εκδόθηκε επί αιτήσεως θεραπείας της εκκαλούσας κατά της από 16.3.2001 αποφάσεως της Επιτροπής Εκδικάσεως Ενστάσεων Αυθαιρέτων χωρίς νέα έρευνα του πραγματικού της υποθέσεως ως προς το κρίσιμο ζήτημα του χρόνου κατασκευής των κτιρίων (1), (2) και (3) και χωρίς καμία κρίση για το ζήτημα αυτό, στερείται εκτελεστότητας. Επομένως, ανεξαρτήτως των προαναφερθεισών αιτιολογιών που παρατίθενται στην εκκαλουμένη, το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο Πειραιώς ορθώς απέρριψε την αίτηση ακυρώσεως της εκκαλούσας, αφού η αίτηση αυτή στρεφόταν κατά πράξεως στερουμένης εκτελεστότητας, οι δε λόγοι εφέσεως με τους οποίους προβάλλονται τα αντίθετα πρέπει να απορριφθούν, όπως και η έφεση, στο σύνολό της.

Δ ι ά τ α ύ τ α

Απορρίπτει την έφεση.

Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.

Επιβάλλει στην εκκαλούσα εταιρεία τη δικαστική δαπάνη του Δήμου …….. που ανέρχεται στο ποσό των τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 20 Μαρτίου 2014

Η Πρόεδρος του Ε΄ Τμήματος Η Γραμματέας

Αγγ. Θεοφιλοπούλου Ειρ. Δασκαλάκη

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις 30 Ιουνίου 2017.

Ο Πρόεδρος του Ε? Τμήματος Η Γραμματέας

Αθ. Ράντος Μ. Βλασερού

ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ

Εντέλλεται προς κάθε δικαστικό επιμελητή να εκτελέσει όταν του το ζητήσουν την παραπάνω απόφαση, τους Εισαγγελείς να ενεργήσουν κατά την αρμοδιότητά τους και τους Διοικητές και τα άλλα όργανα της Δημόσιας Δύναμης να βοηθήσουν όταν τους ζητηθεί.

Η εντολή πιστοποιείται με την σύνταξη και την υπογραφή του παρόντος.

Αθήνα, ……………………………………….

Ο Πρόεδρος του Ε΄ Τμήματος Η Γραμματέας

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *