Η δοθείσα αυτεπαγγέλτως αναβολή συζήτησης της υπόθεσης λόγω αποχής των δικαστών δεν επιβράδυνε σημαντικά τη διαδικασία, ενόψει του συνολικού χρόνου εκδίκασης της υπόθεσης, του χρόνου που μεσολάβησε μεταξύ της κατάθεσης της αγωγής των αιτούντων και του προσδιορισμού αρχικής δικασίμου για τη συζήτηση αυτής σε σχέση με το χρόνο που μεσολάβησε στη συνέχεια από τη συζήτηση της υπόθεσης έως τη δημοσίευση της απόφασης από το Δικαστήριο. Επομένως ο μη υπολογισμός του χρονικού διαστήματος της αναβολής δεν επηρεάζει πραγματικά το ύψος της αποζημίωσης που ήθελε τυχόν επιδικασθεί. Οι όποιες εσωτερικής φύσεως δυσλειτουργίες του δικαστικού μηχανισμού απονομής της διοικητικής δικαιοσύνης δεν παρέχουν επαρκές αιτιολογικό έρεισμα για την υπέρβαση της «λογικής» προθεσμίας διάρκειας της δίκης.
Πρόεδρος και εισηγήτρια: Χ. Φίλη, Πρόεδρος Πρωτοδικών ΔΔ
Δικηγόροι: Ν. Αναγνωστόπουλος, Γρ. Αυδίκος, Δικαστικός Αντιπρόσωπος ΝΣΚ
1. Με την κρινόμενη αίτηση, για την οποία καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο μόνο από τον 7ο (…) αιτούντα, (σχετ. ειδικά έντυπα σειράς Α υπ αρ. 1361313-4) οι αιτούντες ζητούν, κατ άρθρα 53 έως 58 του Ν 4055/2012 (ΦΕΚ A΄ 51), να επιδικασθεί σε καθένα από αυτούς χρηματικό ποσό ύψους 10.000,00 χιλιάδων ευρώ, ως δίκαιη ικανοποίηση για την βλάβη που υπέστησαν λόγω υπέρβασης της εύλογης διάρκειας της δίκης, που άρχισε με την κατάθεση ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αγρίνιου της από 25.9.2007 (ΑΒΕΜ …/2007) αγωγής τους κατά του Ελληνικού Δημοσίου, και περατώθηκε με τη δημοσίευση της 149/2013 οριστικής απόφασης του ίδιου Δικαστηρίου. Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες ζητούν επίσης να επιδικασθεί σε καθένα απ αυτούς ποσό 500 ευρώ ως έξοδα για την σύνταξη της εν λόγω αιτήσεως και την παράσταση του πληρεξουσίου δικηγόρου τους κατά την συζήτηση αυτής, καθώς και να τους καταβληθούν τόσο το ποσό αυτό των 500 ευρώ όσο και εκείνο των 10.000 ευρώ νομιμοτόκως, με βάση το ισχύον για τις μεταξύ των ιδιωτών διαφορές επιτόκιο υπερημερίας, από την ημερομηνία καταθέσεως της κρινομένης αιτήσεως, άλλως από την ημερομηνία κοινοποιήσεως αυτής προς το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους.
[…] 3. Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ΕΣΔΑ) που υπογράφηκε στην Ρώμη στις 4.11.1950 και κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ΝΔ 53/1974 (φ. 256 Α΄) ορίζει στο άρθρο 6 παράγραφος 1 ότι: «Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, … εντός λογικής προθεσμίας υπό … δικαστηρίου … το οποίον θα αποφασίση … επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως …» και στο άρθρο 13 ότι: «Παν πρόσωπον του οποίου τα αναγνωριζόμενα εν τη … Συμβάσει δικαιώματα και ελευθερίαι παρεβιάσθησαν, έχει το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον εθνικής αρχής, έστω και αν η παραβίασις διεπράχθη υπό προσώπων ενεργούντων εν τη εκτελέσει των δημοσίων καθηκόντων των». Εξ άλλου, στα άρθρα 53 έως 58 του Κεφαλαίου Δ΄ «Δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπέρβασης της εύλογης διάρκειας της διοικητικής δίκης και αίτηση επιτάχυνσης» του ως άνω Ν 4055/2012 «Δίκαιη δίκη και εύλογη διάρκεια αυτής» ορίζονται τα εξής: ʼρθρο 53: «1. Οποιοσδήποτε από τους διαδίκους, εκτός από το Δημόσιο και τα δημόσια νομικά πρόσωπα τα οποία συνιστούν κυβερνητικούς οργανισμούς κατά την έννοια του άρθρου 34 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που έλαβαν μέρος σε διοικητική δίκη μπορεί να ζητήσει με αίτηση δίκαιη ικανοποίηση προβάλλοντας ότι η διαδικασία για την εκδίκαση της υπόθεσης καθυστέρησε αδικαιολόγητα και συγκεκριμένα ότι διήρκεσε πέραν του ευλόγου χρόνου που απαιτείται για τη διάγνωση των πραγματικών και νομικών ζητημάτων που ανέκυψαν στη δίκη. 2. Η αίτηση στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών». (ʼρθρα 54…, 55…) ʼρθρο 56: «1… 2… 3. Ο αιτών μνημονεύει στην αίτησή του το δικαστήριο ενώπιον του οποίου προβάλλει ότι υπήρξε αδικαιολόγητη καθυστέρηση, αναφέρει τις αναβολές που τυχόν δόθηκαν με πρωτοβουλία των διαδίκων ή του δικαστηρίου, περιγράφει συνοπτικά τα ανακύψαντα νομικά ή πραγματικά ζητήματα, λαμβάνει θέση επί της πολυπλοκότητας αυτών. 4. Το Ελληνικό Δημόσιο απαντά επί των προβαλλόμενων λόγων περί υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της δίκης προσκομίζοντας όλα τα απαραίτητα στοιχεία σχετικά με τη δικονομική συμπεριφορά του αιτούντος κατά την εξέλιξη της δίκης, την πολυπλοκότητα της υπόθεσης και οποιοδήποτε άλλο στοιχείο κρίνει αναγκαίο για τη διάγνωση της υπόθεσης. 5. Η απόφαση δημοσιεύεται εντός δύο (2) μηνών από τη συζήτηση της αίτησης και κατά αυτής δεν ασκείται ένδικο μέσο». ʼρθρο 57: «1. Το δικαστήριο αποφαίνεται για το αν συντρέχει υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης συνεκτιμώντας, ιδίως, τα εξής: α) τη συμπεριφορά των διαδίκων κατά την εξέλιξη της δίκης … β) την πολυπλοκότητα των τιθέμενων νομικών ζητημάτων, γ) τη στάση των αρμόδιων κρατικών αρχών, δ) το διακύβευμα της υπόθεσης για τον αιτούντα. 2. Όταν διαπιστώνεται ότι συντρέχει υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης και επομένως υπάρχει παραβίαση του δικαιώματος σε ταχεία απονομή της δικαιοσύνης, το δικαστήριο αποφαίνεται για το αν πρέπει να καταβληθεί χρηματικό ποσό για τη δίκαιη ικανοποίηση και σε καταφατική περίπτωση ορίζει το ύψος αυτής λαμβάνοντας υπόψη ιδίως την περίοδο που υπερέβη τον εύλογο χρόνο για την εκδίκαση της υπόθεσης κατά συνεκτίμηση των κριτηρίων της προηγούμενης παραγράφου, καθώς και την ικανοποίηση του αιτούντος από άλλα μέτρα που προβλέπονται στην κείμενη νομοθεσία για την αποκατάσταση της βλάβης του, μεταξύ των οποίων και την επιδίκαση υπέρ αυτού αυξημένης δικαστικής δαπάνης κατά τα οριζόμενα στις οικείες διατάξεις. 3. Αν γίνει αποδεκτή η αίτηση, επιβάλλονται στο Δημόσιο τα έξοδα του αιτούντος για τη σύνταξη της αίτησης και την παράσταση του πληρεξουσίου δικηγόρου, τα οποία δεν μπορεί να υπερβαίνουν το εκάστοτε οριζόμενο ποσό για την άσκηση και συζήτηση της παρέμβασης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης, μπορεί να επιβάλλεται δαπάνη υπέρ του Δημοσίου, κατ εκτίμηση των περιστάσεων … ». ʼρθρο 58: «1. Η απόφαση με την οποία επιδικάζεται το χρηματικό ποσό της δίκαιης ικανοποίησης εκτελείται κατά τις οικείες περί εντάλματος πληρωμής διατάξεις εντός έξι (6) μηνών από την κοινοποίηση της απόφασης στον Υπουργό Οικονομικών… 2. ….
4. Με τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 53 έως 58 του Ν 4055/2012 θεσμοθετήθηκε, ως νέο ένδικο βοήθημα, η αίτηση για δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της διοικητικής δίκης, η οποία ασκείται ανά βαθμό δικαιοδοσίας και από κάθε διάδικο (πλην του Δημοσίου και των δημοσίων νομικών προσώπων τα οποία συνιστούν κυβερνητικούς οργανισμούς κατά την έννοια του άρθρου 34 της ΕΣΔΑ) και στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου, εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών. Όπως προκύπτει και από την σχετική με τις διατάξεις των άρθρων αυτών αιτιολογική έκθεση, οι επίμαχες ρυθμίσεις θεσπίσθηκαν κατ επίκληση των άρθρων 6 παράγραφος 1 και 13 της ΕΣΔΑ, καθώς και σε συμμόρφωση προς την απόφαση – πιλότο του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), της 21ης.12.2010, Αθανασίου κ.λπ. κατά Ελλάδας, με την οποία διαπιστώθηκε η ύπαρξη «συστημικού» προβλήματος στην ελληνική διοικητική δικαιοσύνη, λόγω του σημαντικού αριθμού παραβιάσεων των αναφερθέντων άρθρων της Συμβάσεως και ιδίως του άρθρου 6 παράγραφος 1 αυτής, με την υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της διοικητικής δίκης. Αντικείμενο της αιτήσεως είναι η δίκαιη ικανοποίηση των διαδίκων με την επιδίκαση εύλογου χρηματικού ποσού για την αποκατάσταση της ηθικής, κατά κύριο λόγο, βλάβης που υπέστησαν, λόγω της προσβολής του δικαιώματος σε ταχεία απονομή της διοικητικής δικαιοσύνης. Περαιτέρω, με τις προαναφερθείσες διατάξεις ρυθμίζονται ζητήματα σχετικά με τα κριτήρια σύμφωνα με τα οποία εκτιμάται η εύλογη χρονική διάρκεια της διοικητικής δίκης. Τα κριτήρια αυτά, τα οποία, σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση του Ν 4055/2012, είναι αντίστοιχα με εκείνα που έχει διαπλάσει η νομολογία του ΕΔΔΑ, απαριθμούνται στο άρθρο 57 παράγραφος 1 του νόμου και αφορούν ειδικότερα στην συμπεριφορά των διαδίκων κατά την εξέλιξη της δίκης για την οποία πρόκειται, στην πολυπλοκότητα της υποθέσεως, τόσο από δικονομική όσο και από ουσιαστική άποψη, στην στάση των αρμοδίων κρατικών αρχών και στο διακύβευμα, δηλαδή την σημασία της υποθέσεως για τον αιτούντα. Όπως συνάγεται ειδικότερα από τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 57 του Ν 4055/2012, η κρίση του αρμοδίου δικαστηρίου που επιλαμβάνεται αιτήσεως για δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της διοικητικής δίκης περιλαμβάνει τα εξής στάδια: Στο πρώτο στάδιο, το δικαστήριο αποφαίνεται αν συντρέχει παραβίαση του δικαιώματος του αιτούντος σε ταχεία απονομή της δικαιοσύνης, λόγω υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της διοικητικής δίκης, με βάση τα κριτήρια της παρ. 1 του άρθρου 57 του ανωτέρω νόμου. Εφόσον διαπιστωθεί ότι συντρέχει στη συγκεκριμένη περίπτωση παραβίαση του ως άνω δικαιώματος σε ταχεία απονομή της δικαιοσύνης, το δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη ότι η υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης αποτελεί ισχυρό – πλην μαχητό – τεκμήριο ότι προκλήθηκε ηθική βλάβη στον αιτούντα (βλ. ΕΔΔΑ Αθανασίου και λοιποί κατά Ελλάδος της 21.10.2010 σκ. 56, Apicella κατά Ιταλίας της 29.3.2006 σκ. 93, Scordino κατά Ιταλίας της 29.3.2006 σκ. 204), αποφαίνεται, σε δεύτερο στάδιο, αν θα πρέπει να καταβληθεί χρηματικό ποσό για τη δίκαιη ικανοποίηση του αιτούντος ή αν, αντιθέτως, μόνη η διαπίστωση της παραβιάσεως του ως άνω δικαιώματος μπορεί, στη συγκεκριμένη περίπτωση και κατά την αιτιολογημένη σχετική κρίση του δικαστηρίου, να θεωρηθεί επαρκής ικανοποίηση (βλ. ΕΔΔΑ Αναστασιάδης και λοιποί κατά Ελλάδος της 18.4.2013 σκ. 43, Φεργαδιώτη – Ριζάκη κατά Ελλάδος της 18.4.2013 σκ. 27, Ανδριανέσης κατά Ελλάδος της 10.2.2005 σκ. 34, Αθανασιάδης και λοιποί κατά Ελλάδος της 28.4.2005 σκ. 27, Αγαθός και λοιποί κατά Ελλάδος της 23.9.2004 σκ. 35 και Θεοδωρόπουλος και λοιποί κατά Ελλάδος της 15.7.2004 σκ. 35). Εάν, κατά το δεύτερο στάδιο, το αρμόδιο δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να επιδικασθεί χρηματικό ποσό για τη δίκαιη ικανοποίηση του αιτούντος, προβαίνει, στο τρίτο και τελευταίο στάδιο, αφενός, στον καθορισμό του ύψους του εν λόγω ποσού, λαμβάνοντας, ιδίως, υπόψη την χρονική περίοδο που υπερβαίνει τον εύλογο χρόνο για την εκδίκαση της υποθέσεως, καθώς και την ενδεχόμενη ικανοποίηση του αιτούντος από άλλα μέτρα προβλεπόμενα στην κείμενη νομοθεσία, και, αφετέρου, στην επιβολή, σε βάρος του Δημοσίου, των εξόδων του αιτούντος, κατά τα προβλεπόμενα, ειδικότερα, στις διατάξεις των παρ. 2 και 3 του προαναφερόμενου άρθρου 57 του Ν 4055/2012. (βλ. ΣτΕ 1423/2014, 2975, 3217/2013, 3151/2013, 4467/2012 κ.ά.).
5. Στην προκειμένη περίπτωση από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα ακόλουθα: Στις 25.9.2007, ο αιτών, μόνιμος υπάλληλος του Ελληνικού Δημοσίου (του Υπουργείου Οικονομικών), κατέθεσε, μαζί με άλλους ενάγοντες (σύνολο 7), ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αγρίνιου τη με …/2007 αγωγή κατά του Ελληνικού Δημοσίου. Με την αγωγή αυτή ο ήδη αιτών ζήτησε να υποχρεωθεί το εναγόμενο να του καταβάλει ποσό 616 ευρώ νομιμοτόκως, που αντιστοιχεί στην μηναία πρόσθετη παροχή του άρθρου 14 του Ν 3016/2002, χρονικού διαστήματος από 30.6.2004 έως 7.10.2004. Ειδικότερα, διεκδίκησε το ως άνω ποσό ως διαφορά αποδοχών, λόγω μη καταβολής σ αυτόν της ως άνω παροχής την οποία εδικαιούτο κατά τους ισχυρισμούς του, κατ εφαρμογή της αρχής της ισότητας, σε σχέση με τους υπαλλήλους που την ελάμβαναν δεδομένου ότι έχει προσλάβει χαρακτήρα γενικής προσαύξησης των αποδοχών των υπαλλήλων οι οποίοι, όπως και ο ίδιος, αμείβονται με βάση το ενιαίο μισθολόγιο, άλλως κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών (άρθρα 105 και 106 του ΕισΝΑΚ). Με την από 13.12.2011 πράξη του Προέδρου του Δικαστηρίου η εκδίκαση της υπόθεσης προσδιορίσθηκε, στην τριμελή σύνθεση αυτού, για τη δικάσιμο της 16.10.2012, κατά την οποία η υπόθεση αναβλήθηκε αυτεπαγγέλτως- σύμφωνα με το από 14.9.2012 ψήφισμα της Ετήσιας Γενικής Συνέλευσης της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών και όσα μεταγενέστερα επακολούθησαν, με τα οποία αποφασίστηκε η αυτεπάγγελτη αναβολή των υποθέσεων από τα Διοικητικά Πρωτοδικεία και Εφετεία της Χώρας- για τη δικάσιμο της 16.4.2013, οπότε συζητήθηκε. Η δίκη περατώθηκε με τη δημοσίευση, στις 31.10.2013, της 149/2013 απόφασης του Δικαστηρίου, της οποίας η διαδικασία καθαρογραφής, θεώρησης και υπογραφής ολοκληρώθηκε στις 13.1.2014. Με την απόφαση αυτή απορρίφθηκε η αγωγή, κατά το μέρος που ασκήθηκε από τον αιτούντα, ως αβάσιμη.
6. Με την κρινόμενη αίτηση, όπως παραδεκτώς αναπτύσσεται με το από 22.9.2014 υπόμνημά του, ο αιτών ισχυρίζεται, ότι ο χρόνος που απαιτήθηκε για την εκδίκαση της υπόθεσής του, που περατώθηκε με τη δημοσίευση της ως άνω απόφασης (6 έτη, 1 μήνα και 6 ημέρες) αλλά και έως την επίδοσή της στον πληρεξούσιο δικηγόρο του (6 έτη, 6 μήνες και 2 ημέρες) ήταν υπερβολικός και αδικαιολόγητος, υπερέβη, δε, τον εύλογο χρόνο διάρκειας της δίκης χωρίς την οποιαδήποτε δική του ευθύνη, καθώς, δεν ζήτησε αναβολή της συζήτησης της υπόθεσης. Περαιτέρω ισχυρίζεται ότι η υπόθεση δεν παρουσίαζε αποδεικτική δυσκολία ή νομική ιδιαιτερότητα, καθώς το μόνο νομικό ζήτημα που ετέθη ήταν αυτό της επέκτασης της κρίσιμης παροχής σε άλλες κατηγορίες υπαλλήλων του Δημοσίου κατ εφαρμογή της συνταγματικής αρχής της ισότητας, το οποίο ήδη είχε απασχολήσει και είχε τύχει επεξεργασίας από την νομολογία πολιτικών και διοικητικών Εφετείων. Τέλος, προβάλλει ότι η καθυστέρηση αυτή του προκάλεσε οικονομική βλάβη καθόσον το ποσό αυτό ήταν ιδιαίτερα σημαντικό για αυτόν, δεδομένου ότι η μόνη πηγή εσόδων του ήταν ο μισθός του, αλλά και ηθική βλάβη λόγω της ψυχικής ταλαιπωρίας, άγχους και αγωνίας εν αναμονή της απόφασης αυτής.
7. Το Ελληνικό Δημόσιο αντικρούοντας τους ισχυρισμούς του αιτούντος, υποστηρίζει, καταρχάς, με το από 22.9.2014 υπόμνημα, που παραδεκτώς κατέθεσε, ότι από τον ανωτέρω, συνολικό χρόνο διάρκειας της δίκης- που θεωρείται ο χρόνος από την κατάθεση του ενδίκου βοηθήματος μέχρι τη δημοσίευση της απόφασης – θα πρέπει να αφαιρεθεί το χρονικό διάστημα από 16.10.2012 έως 16.4.2013 (6 μηνών), ήτοι από την αναβολή της συζήτησης αυτής – σύμφωνα με το από 14.9.2012 ψήφισμα της Ετήσιας Γενικής Συνέλευσης της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών και όσα μεταγενέστερα επακολούθησαν, με τα οποία αποφασίστηκε η αυτεπάγγελτη αναβολή των υποθέσεων από τα Διοικητικά Πρωτοδικεία και Εφετεία της Χώρας- και ως τη συζήτηση αυτής. Επίσης, ο χρόνος της διάρκειας της δίκης πρέπει να θεωρηθεί εύλογος, δεδομένου ότι το Δικαστήριο όφειλε καταρχήν να επεξεργαστεί το ιδιαίτερης σπουδαιότητας και γενικότερης σημασίας νομικό ζήτημα της, κατ εφαρμογή της επεκτατικής αρχής της ισότητας, χορήγησης της ένδικης παροχής, που είχε προβλεφθεί σε ορισμένες κατηγορίες υπαλλήλων, και σε άλλες κατηγορίες (υπαλλήλους Υπουργείου Οικονομικών), τις οποίες δεν είχε λάβει υπόψη ο νομοθέτης κατά την θέσπιση αυτής. Το ζήτημα αυτό και όσον αφορά τη χορήγηση της παροχής αυτής στους δικαστικούς υπαλλήλους επιλύθηκε, με την 95/2013 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (Ολ). Εξάλλου το Δικαστήριο, όφειλε να επεξεργαστεί και τα ζητήματα του χρόνου και έναρξης παραγραφής των αξιώσεων καθώς και του ύψους επιτοκίου για τυχόν επιδικασθέντα ποσά, τα οποία επιλύθηκαν από το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο με τις 1/2012, 32/2008 και 25/2012 αποφάσεις του, ήτοι σε πρόσφατο, σε σχέση με τη συζήτηση χρόνο. Ενόψει αυτών, δικαιολογείται όχι μόνο ο χρόνος που μεσολάβησε από τη συζήτηση αυτής έως τη δημοσίευση της απόφασης, αλλά και ο χρόνος από την κατάθεση αυτής έως τον προσδιορισμό της αρχικής συζήτησης, καθόσον η αναμονή έκδοσης αποφάσεων ανωτάτων δικαστηρίων, επί των ζητημάτων αυτών είχε σαν συνέπεια την εξοικονόμηση χρόνου από επόμενους βαθμούς δικαιοδοσίας. Περαιτέρω προβάλλει ότι οι αξιώσεις του αιτούντος δεν συνδέονταν με τη διασφάλιση μέσων βιοπορισμού του καθώς ως υπάλληλος ελάμβανε τον προβλεπόμενο από το νόμο μισθό του και άρα δεν είχε άμεσα υποστεί βλάβη από την καθυστέρηση εκδικάσεως της αγωγής του, ούτε η καθυστέρηση αυτή επηρέαζε κατάλλον τρόπο την οικονομική του κατάσταση. Ενόψει αυτών, το Δημόσιο θεωρεί, ότι, στην προκειμένη περίπτωση, το διακύβευμα της υπόθεσης δεν μπορεί να θεωρηθεί σημαντικό για τον αιτούντα, ούτε κατέστη εκ των υστέρων σημαντικό ενόψει της από το έτος 2010 επιδεινώσεως της οικονομικής καταστάσεως της Χώρας και της θεσπισθείσης μείωσης μισθών, και επομένως δεν πρέπει να επιδικαστεί χρηματική ικανοποίηση. Επικουρικώς, δε, υποστηρίζει, ότι, αν κριθεί ότι πρέπει να επιδικασθεί χρηματική ικανοποίηση, θα πρέπει αυτό να περιοριστεί στην επιβολή σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου των εξόδων του αιτούντος, άλλως το επιδικαζόμενο ποσό δεν θα πρέπει να υπερβεί τα 500,00 ευρώ επικαλούμενο, ειδικότερα: α) το μη σημαντικό για αυτόν διακύβευμα, β) το μειωμένο βιοτικό επίπεδο στη Χώρα και την τρέχουσα οικονομική συγκυρία και γ) τον αποζημιωτικό χαρακτήρα του κρίσιμου ένδικου βοηθήματος. Τέλος, το Ελληνικό Δημόσιο προβάλλει ότι κατ άρθρο 58 παρ. 1 και 2 του Ν 4055/2012, δεν προβλέπεται καταβολή τόκων επί του επιδικαζόμενου ποσού.
8. Με τα δεδομένα αυτά, η περίοδος που πρέπει να ληφθεί υπόψη προκειμένου να κριθεί αν συντρέχει ή όχι υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης στην υπό κρίση περίπτωση, άρχισε στις 25.9.2007, με την κατάθεση της ως άνω αγωγής του ήδη αιτούντος ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αγρίνιου, και έληξε στις 31.10.2013, με τη δημοσίευση της 149/2013 απόφασης του Δικαστηρίου, απορριπτομένου του ισχυρισμού του αιτούντος περί λήξεως της περιόδου αυτής σε απώτερο χρόνο. Και τούτο διότι ναι μεν η εκτέλεση της απόφασης αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της διαδικασίας (η οποία προϋποθέτει δυνατότητα χορήγησης επίσημου αντιγράφου και πάντως όχι επίδοση αυτής), κατά την έννοια του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ πλην, εν προκειμένω, η ως άνω απόφαση ήταν απορριπτική και ανέκκλητη ως προς τον αιτούντα επομένως δεν ετίθετο ζήτημα εκτελέσεως, (πρβλ. ΣτΕ 2492/2014, 1535/2014, 4467/2012, 2975/2013). Ως εκ τούτου, ο αιτών o οποίος άλλωστε, με την δημοσίευση της επίμαχης απόφασης έλαβε πλήρη γνώση του περιεχομένου της, δεν υπέστη ούτε άλλωστε επικαλείται, οποιαδήποτε βλάβη από την πάροδο των δυόμισι (2,5) περίπου μηνών που μεσολάβησε μεταξύ της δημοσίευσης της απόφασης και της ολοκλήρωσης της διαδικασίας καθαρογραφής, θεώρησης και υπογραφής αυτής, (πρβλ. ΣτΕ 2975/2013, 2632/2013). Η διαδικασία διήρκεσε, επομένως, έξι (6) έτη ένα (1) μήνα και έξι (6) ημέρες για ένα βαθμό δικαιοδοσίας.
9. Εν όψει των αναφερθέντων, ως προς το κατά το άρθρο 57 παράγραφος 1 του Ν 4055/2012 κριτήριο της συμπεριφοράς του αιτούντος κατά την εξέλιξη της επίμαχης δίκης, από τα προεκτεθέντα πραγματικά περιστατικά και τα λοιπά στοιχεία του φακέλου της υποθέσεως, δεν προκύπτει ότι ο αιτών συνέβαλε με την συμπεριφορά του στην καθυστέρηση εκδικάσεως της υποθέσεως, αφού η μία (1) αναβολή συζητήσεως της υποθέσεως, δόθηκε αυτεπαγγέλτως, σύμφωνα με το από 14.9.2012 ψήφισμα της Ετήσιας Γενικής Συνέλευσης της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών και όσα μεταγενέστερα επακολούθησαν, με τα οποία αποφασίστηκε η αυτεπάγγελτη αναβολή των υποθέσεων από τα Διοικητικά Πρωτοδικεία και Εφετεία της Χώρας. Η δοθείσα ως άνω αναβολή, η οποία προκάλεσε συνολική καθυστέρηση έξι (6) μηνών, δεν επιβράδυνε σημαντικά την διαδικασία, εν όψει του συνολικού χρόνου εκδικάσεως της υποθέσεως, του χρόνου (πλέον των 5 ετών) που μεσολάβησε μεταξύ της κατάθεσης της αγωγής των αιτούντων (25.9.2007) και του προσδιορισμού (16.10.2012) αρχικής δικασίμου για τη συζήτηση αυτής σε σχέση με το χρόνο (των 6,5 περίπου μηνών) που μεσολάβησε στη συνέχεια, από τη συζήτηση της υπόθεσης (16.4.2013) έως τη δημοσίευση απόφασης από το Δικαστήριο (31.10.2013). Επομένως, ο μη υπολογισμός του χρονικού διαστήματος της αναβολής δεν επηρεάζει πραγματικά το ύψος της αποζημιώσεως που ήθελε τυχόν επιδικασθεί (βλ. ΣτΕ 1535/2014, 3217/2013). Ως προς το οριζόμενο κριτήριο της πολυπλοκότητας των τιθέμενων ζητημάτων, η υπόθεση επί της οποίας δημοσιεύθηκε η προαναφερόμενη απόφαση του Δικαστηρίου, δεν εμφάνιζε αποδεικτική δυσχέρεια, αφορούσε, κυρίως στο ιδιαίτερης σπουδαιότητος και γενικότερης σημασίας ζήτημα της δυνατότητας επεκτατικής εφαρμογής διατάξεων, που είχαν θεσπίσει την χορήγηση της ένδικης παροχής για συγκεκριμένο λόγο σε ορισμένες κατηγορίες υπαλλήλων, και σε άλλες κατηγορίες (υπαλλήλους Υπουργείου Οικονομικών), τις οποίες δεν είχε λάβει υπόψη ο νομοθέτης κατά την θέσπιση αυτής (βλ. ΣτΕ 100/2014, ΣτΕ 3152/2013). Το ζήτημα αυτό απασχόλησε αρχικά το Συμβούλιο της Επικρατείας σε υπόθεση που αφορούσε χορήγηση της ένδικης παροχής σε δικαστικούς υπαλλήλους, επί της οποίας δημοσιεύτηκε η 95/2013 απόφαση της Ολομέλειας αυτού, ενώ ειδικώς το ζήτημα της χορήγησης αυτής σε υπαλλήλους του Υπουργείου Οικονομικών επιλύθηκε με την 596/2013 απόφασή του, η δε νομολογία του Αρείου Πάγου ήταν κυμαινόμενη όσον αφορά τη χορήγηση αυτής σε διάφορες κατηγορίες υπαλλήλων. Σε κάθε περίπτωση πάντως η αναμονή παγιωμένης νομολογίας ανωτάτων δικαστηρίων επί των ανακυπτόντων ζητημάτων και ανεξαρτήτως ότι τα λοιπά ζητήματα που επικαλείται το Δημόσιο, δεν έτυχαν επεξεργασίας και επομένως είναι υποθετική η σύνδεσή τους με τη διάρκεια της δίκης, δεν δικαιολογεί τον μη προσδιορισμό της αρχικής δικασίμου σε συντομότερο χρόνο, απορριπτομένου του αντίθετου ισχυρισμού του Ελληνικού Δημοσίου ως αβασίμου. Και τούτο διότι το άρθρο 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ, υπό το φως του οποίου εξετάζεται η υπό κρίση διαδικασία, υποχρεώνει τα Συμβαλλόμενα Κράτη να οργανώνουν το δικαιοδοτικό τους σύστημα ούτως ώστε να επιτυγχάνεται η απαίτηση του ίδιου άρθρου για έκδοση οριστικής απόφασης εντός ευλόγου χρόνου (βλ. αποφάσεις ΕΔΔΑ, της 18.4.2013 Φεργαδιώτη- Ριζάκη κατά Ελλάδος, της 16.10.2008 Γερομανώλης και λοιποί κατά Ελλάδος, της 28.4.2005 Χατζητζανής κατά Ελλάδος). Συνεπώς, οι οποίες εσωτερικής «φύσεως δυσλειτουργίες του δικαστικού μηχανισμού απονομής της διοικητικής δικαιοσύνης, δεν παρέχουν επαρκές αιτιολογικό έρεισμα για την υπέρβαση της «λογικής», κατά την έννοια του ανωτέρω άρθρου, προθεσμίας διάρκειας της δίκης. Τέλος, το διακύβευμα για τον αιτούντα, ήταν ήσσονος εμβέλειας καθότι όπως προκύπτει, η υπόθεση είχε ως αντικείμενο αξιώσεις διαφοράς αποδοχών, οι οποίες, όμως, δεν συνδέονταν με τη διασφάλιση των μέσων βιοπορισμού του, ούτε, επηρέαζαν κατ άλλο τρόπο την προσωπική του κατάσταση, ώστε το διακύβευμα να θεωρείται σημαντικό γι αυτόν, κατά την έννοια της νομολογίας του ΕΔΔΑ (πρβλ. αποφάσεις ΕΔΔΑ, της 18.4.2013 Αναστασιάδης και λοιποί κατά Ελλάδος σκ. 43, της 18.4.2013 Φεργαδιώτη-Ριζάκη κατά Ελλάδος σκ. 27, της 15.2.2008 Αρβανιτάκη-Ρομποτή και λοιποί κατά Ελλάδος σκ. 35, της 19.4.2007 Vilho Eskelinen κ.λπ. κατά Φιλανδίας σκ. 68), δεδομένου ότι ο αιτών λάμβανε, ως μόνιμος υπάλληλος του εναγομένου, τις προβλεπόμενες από το εκάστοτε ισχύον μισθολόγιο πλήρεις τακτικές αποδοχές του, και, συνεπώς, δεν είχε άμεσα οικονομικό πρόβλημα από την καθυστέρηση εκδίκασης της αγωγής του (πρβλ. ως άνω ΣτΕ ΣΤ΄ 3151/2013, 3017/2013). Κατόπιν τούτων, το Δικαστήριο, εκτιμώντας το σύνολο των περιστάσεων της υποθέσεως με βάση τα προαναφερθέντα κριτήρια, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το χρονικό διάστημα που διήρκησε η εκδίκαση της εν λόγω υποθέσεως (6 έτη, 1 μήνα και 6 ημέρες για ένα βαθμό δικαιοδοσίας), και με την αφαίρεση του διαστήματος των εξι (6) περίπου μηνών που ανάγεται στην αυτεπάγγελτη αναβολή ενόψει των προαναφερθέντων ψηφισμάτων της ένωσης Διοικητικών Δικαστών, δεν ικανοποιεί τις απαιτήσεις της «εύλογης διάρκειας» της δίκης, κατά την έννοια του άρθρου 57 του Ν 4055/2012, ούτε, άλλωστε, τις απαιτήσεις της «λογικής προθεσμίας», κατά την έννοια του άρθρου 6 παράγραφος 1 της ΕΣΔΑ. Περαιτέρω, από τα προεκτεθέντα δεδομένα της υπόθεσης δεν προκύπτει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της διαπιστωθείσας παραβάσεως και της υλικής ζημίας που επικαλείται ο αιτών, αορίστως άλλωστε (ΣτΕ 2975/2013). Όμως, η καθυστέρηση εκδίκασης της υπόθεσης προκάλεσε στον αιτούντα ηθική βλάβη, λόγω της ταλαιπωρίας, της αβεβαιότητας και της αγωνίας για την έκβαση της υποθέσεώς του, για την αποκατάσταση της οποίας παρίσταται δικαιολογημένη η επιδίκαση εύλογου χρηματικού ποσού ως δίκαιη ικανοποίησή του.
10. Εξάλλου, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει κρίνει ότι, όταν έχει θεσμοθετηθεί εθνικό ένδικο βοήθημα δίκαιης ικανοποίησης, είναι δυνατή η επιδίκαση χαμηλότερων χρηματικών ποσών σε σχέση με εκείνα που θα επιδίκαζε το ίδιο σε ανάλογες υποθέσεις, εφόσον τα επιδικαζόμενα σε εθνικό επίπεδο ποσά δεν είναι πολύ κατώτερα ενός ευλόγου ορίου («unreasonable») και υπό τον όρο ότι οι σχετικές αποφάσεις, οι οποίες πρέπει να είναι σύμφωνες με τη νομική παράδοση και το βιοτικό επίπεδο («standard of living») της συγκεκριμένης χώρας, εκδίδονται ταχέως, είναι αιτιολογημένες και εκτελούνται αμέσως (βλ. αποφάσεις ΕΔΔΑ, της 29.3.2006 Apicella κατά Ιταλίας, της 26.3.2006 Scordino κατά Ιταλίας, της 10.10.2004 Dubjakova κατά Σλοβακίας). Στο πλαίσιο αυτό δεν μπορεί να παραγνωρισθεί η προκύπτουσα από τα διαθέσιμα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής συνεχής πτώση, κατά τα τελευταία έτη, του βιοτικού επιπέδου στην Ελλάδα, η οποία οφείλεται στο σοβαρότατο κλονισμό της δημοσιονομικής ισορροπίας του ελληνικού κράτους – προς αποκατάσταση της οποίας έχουν θεσπισθεί, μεταξύ άλλων, μειώσεις των αποδοχών των εν ενεργεία υπαλλήλων – καθώς και στην συνεχιζόμενη σοβαρή ύφεση, η οποία συνεπάγεται την συνεχή μείωση του ΑΕΠ και, εντεύθεν, του διαθέσιμου κατά κεφαλήν εισοδήματος (βλ. ΣτΕ 3152/2013, πρβλ. ΣτΕ 4467/2012). Κατά την έννοια δε της νομολογίας του ΕΔΔΑ, όπως εκτέθηκε στην προηγούμενη σκέψη, η, συνεπεία του κλονισμού της δημοσιονομικής ισορροπίας του ελληνικού κράτους και της συνεχιζομένης υφέσεως, πτώση του βιοτικού επιπέδου στην Ελλάδα κατά τα τελευταία έτη δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη ως παράγων για τον προσδιορισμό μεγαλύτερου χρηματικού ποσού ως αποζημιώσεως για την υπέρβαση του ευλόγου χρόνου διαρκείας μιας δίκης, λαμβανομένου, άλλωστε, υπόψη ότι το επιδικάζομενο ποσό θα καταβληθεί σε χρόνο δημοσιονομικής και οικονομικής κρίσεως και ότι η επίμαχη χρηματική ικανοποίηση σκοπεί στην αποζημίωση για την ηθική βλάβη που έχει υποστεί ο αιτών από την καθυστέρηση εκδικάσεως της υποθέσεώς του και δεν έχει ως σκοπό να αναπληρώσει ζημία που έχει ενδεχομένως υποστεί από μέτρα που ελήφθησαν για την αντιμετώπιση της κρίσεως. Περαιτέρω, για τους λόγους, που έχουν, ήδη, εκτεθεί, το διακύβευμα της υπόθεσης επί της οποίας δημοσιεύθηκε η 149/2013 απόφαση του Δικαστηρίου δεν ήταν σημαντικό για τον αιτούντα. Τέλος το ποσό της επιδικαζομένης ικανοποιήσεως πρέπει να τελεί σε αναλογία προς το οικονομικό αντικείμενο της κύριας διαφοράς (βλ. ΣτΕ 100/2014, 3152/2013, πρβλ. ΕΔΔΑ Αναστασιάδης και λοιποί κατά Ελλάδος της 18.4.2013 σκ. 43 και Φεργαδιώτη – Ριζάκη κατά Ελλάδος της 18.4.2013 σκ. 27, με τις οποίες το ΕΔΔΑ δέχθηκε ότι επί υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας δίκης, το οικονομικό αντικείμενο της οποίας ανερχόταν, αντιστοίχως, σε 554,65 ευρώ και 2.826,61 ευρώ, η διαπίστωση παραβιάσεως των άρθρων 6 παρ. 1 και 13 της ΕΣΔΑ αποτελούσε επαρκή ικανοποίηση). Με τα δεδομένα αυτά και συνεκτιμώντας το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης, το Δικαστήριο κρίνει, ότι, πρέπει να επιδικασθεί στον αιτούντα ποσό τριακοσίων (300) ευρώ για ηθική βλάβη.
11. Ακολούθως, με τις μνημονευόμενες στην τρίτη σκέψη διατάξεις του άρθρου 58 του Ν 4055/2012, με τις οποίες θεσπίζεται ειδική και πλήρης ρύθμιση για την εκτέλεση των αποφάσεων, που επιδικάζουν δίκαιη ικανοποίηση, αποβλέπουσα στην ταχεία εκτέλεση των αποφάσεων αυτών και στη διασφάλιση της ύπαρξης πιστώσεως στον κρατικό προϋπολογισμό για την κάλυψη της σχετικής δαπάνης, δεν προβλέπεται η καταβολή τόκων επί του επιδικαζόμενου ποσού. ʼλλωστε, και το ΕΔΔΑ δέχεται, αφενός μεν, ότι οι αρχές χρειάζονται κάποιο χρόνο για να καταβάλουν την αποζημίωση προς επανόρθωση των συνεπειών μιας μακράς δικαστικής διαδικασίας, ο οποίος, όμως, κατά κανόνα δεν πρέπει να απέχει πέραν των έξι μηνών από την ημερομηνία, κατά την οποία η επιδικάζουσα την αποζημίωση απόφαση καθίσταται εκτελεστή, και αφετέρου, ότι ένδικο βοήθημα που καταλήγει στην επιδίκαση αποζημίωσης εντός ευλόγου χρόνου μπορεί να υπάγεται σε διαδικαστικούς κανόνες που δεν είναι επακριβώς όμοιοι σε σχέση με τις συνήθεις αγωγές αποζημίωσης (βλ. αποφάσεις ΕΔΔΑ, της 21.10.2010 Αθανασίου και λοιποί κατά Ελλάδος, της 29.3.2006 Cochiarella κατά Ιταλίας). Εξάλλου, και το ίδιο το ΕΔΔΑ, όταν δικάζει Τμήμα του, δίνει προθεσμία τριών μηνών για την πληρωμή του επιδικαζόμενου από αυτό ποσού από την ημερομηνία που θα καταστεί η απόφαση οριστική (ήτοι μετά την πάροδο τριών μηνών από την δημοσίευσή της – βλ. άρθρο 44 παρ. 2 περ. Β΄ της ΕΣΔΑ) και διατάσσει την πληρωμή τόκων υπερημερίας μόνον σε περίπτωση υπερβάσεως της εν λόγω προθεσμίας, υπολογιζομένους μάλιστα από την λήξη της προθεσμίας αυτής (και όχι από την άσκηση της ενώπιον του προσφυγής) και έως την καταβολή (βλ. ΕΔΔΑ, ΦΙΞ κατά Ελλάδος της 12.7.2011, διατακτικό υπ αριθ. 4, Αθανασίου κατά Ελλάδας διατακτικό υπ αριθ. 6 στοιχείο β΄, Μάτου κ.λπ. κατά Ελλάδος της 22.7.2010 διατακτικό υπ αριθ. 4 στοιχείο β, κ.ά.). Ενόψει αυτών, είναι απορριπτέο ως αβάσιμο το αίτημα του αιτούντος να του καταβληθεί το ποσό της δίκαιης ικανοποίησης νομιμοτόκως από την ημερομηνία κατάθεσης της κρινόμενης αίτησης άλλως κοινοποιήσεως αυτής στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (βλ. ΣτΕ 100/2014, 3152/2013, 3517/2013).
13. Τέλος, ενόψει και της διάταξης του εδ. Α της παρ. 3 του άρθρου 57 του Ν 4055/2012, σε περίπτωση μερικής αποδοχής της αιτήσεως για δίκαιη ικανοποίηση η δικαστική δαπάνη συμψηφίζεται μεταξύ των διαδίκων. Συνεπώς, στην προκειμένη περίπτωση πρέπει να συμψηφισθεί η δικαστική δαπάνη του αιτούντος, ως προς τον οποίο γίνεται εν μέρει δεκτή η κρινόμενη αίτηση, και του Δημοσίου, απορριπτομένου του προβαλλομένου με την εν λόγω αίτηση αιτήματος περί επιδικάσεως σαυτόν ποσού πεντακοσίων ευρώ για δικαστική δαπάνη. Εξάλλου, το Δικαστήριο, εκτιμώντας τις περιστάσεις, σύμφωνα με τη διάταξη του δευτέρου εδαφίου της ανωτέρω παρ. 3 του άρθρου 57 του Ν 4055/2012, κρίνει ότι πρέπει να απαλλαγούν από την δικαστική δαπάνη του Δημοσίου οι αιτούντες, ως προς τους οποίους απορρίπτεται η αίτηση. Τέλος, το Δικαστήριο κρίνει, κατ ανάλογη εφαρμογή της διατάξεως του εδαφίου Α΄ της παραγράφου 10 του άρθρου 277 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, ότι κατ εκτίμηση των περιστάσεων πρέπει να αποδοθεί στον αιτούντα, ως προς τον οποίο γίνεται εν μέρει δεκτή η κρινόμενη αίτηση το καταβληθέν παράβολο.
[Απορρίπτει την αίτηση ως προς τους αιτούντες: …. Δέχεται εν μέρει την αίτηση ως προς τον αιτούντα …. Υποχρεώνει το Ελληνικό Δημόσιο να καταβάλει στον αμέσως ανωτέρω αιτούντα το ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ, σύμφωνα με το αιτιολογικό.]
Πηγή : Περιοδικό Θεωρία Πράξη Δημοσίου Δικαίου τ. 2/2012, όπου μπορείτε να βρείτε κ Παρατηρήσεις του κ. Αυδίκου Γρ.