ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥ ΣΤΙΣ ΕΠΙΤΡΟΠΕΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ
ΔΑΣΙΚΩΝ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΕΩΝ (ΕΕΔΑ). Ο αναθεωρητικός συνταγματικός νομοθέτης
απαγορεύει πλέον, από 1.1.2002, την ανάθεση διοικητικών καθηκόντων σε
δικαστικούς λειτουργούς με σκοπό την ενίσχυση της προσωπικής και
λειτουργικής ανεξαρτησίας τους. Εξαίρεση από τη γενική αυτή απαγόρευση, η
οποία όμως είναι για τον λόγο αυτό στενά ερμηνευτέα, προβλέπεται από
την παρ. 2 του άρθρου 89 του Συντάγματος, προκειμένου για τη συμμετοχή
δικαστικών λειτουργών σε συμβούλια ή επιτροπές πειθαρχικού, ελεγκτικού ή
δικαιοδοτικού χαρακτήρα. Οι επιτροπές του άρθρου 10 παρ. 3 του ν.
998/1979 δεν συνιστούν συμβούλια ή επιτροπές ελεγκτικού ή δικαιοδοτικού
χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 89 παρ. 2 του Συντάγματος,
δεδομένου ότι η αρμοδιότητά τους, όπως ορίζεται στη διάταξη αυτή του ν.
998/1979 και στο άρθρο 14 του ιδίου νόμου, δεν έχει ως αντικείμενο την
άσκηση οικονομικού ή δημοσιονομικού ελέγχου ούτε συνάπτεται με θέματα
οικονομικού ή δημοσιονομικού χαρακτήρα. Οι επιτροπές αυτές δεν έχουν
δικαιοδοτικό χαρακτήρα, διότι αποφαίνονται επί ενδικοφανών προσφυγών
κατά διοικητικών πράξεων με βάση τη διαγραφομένη στον νόμο διοικητική
διαδικασία που δεν έχει στοιχεία, τα οποία προσιδιάζουν σε εκτέλεση
δικαιοδοτικού έργου και σε άσκηση αρμοδιότητας δικαιοδοτικού οργάνου,
όπως η δημοσιότητα των συνεδριάσεων και η υποχρέωση εξασφάλισης της κατ΄
αντιμωλία συζητήσεως. Επομένως, η συγκρότηση των ως άνω επιτροπών με τη
συμμετοχή δικαστικού λειτουργού δεν είναι νόμιμη, ως αντίθετη προς τις
ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις. Ήδη, εξ άλλου, δεν προβλέπεται
συμμετοχή δικαστικού λειτουργού στις Επιτροπές Εξέτασης Αντιρρήσεων του
άρθρου 18 του ν. 3889/2010, στις οποίες έχει ανατεθεί η εξέταση των
αντιρρήσεων κατά του περιεχομένου δασικού χάρτη που αναρτήθηκε. Κατά δε
το άρθρο 100 παρ. 5 του Συντάγματος, δεν συντρέχει ανάγκη παραπομπής
στην Ολομέλεια του ζητήματος της αντισυνταγματικότητας των
προαναφερθεισών διατάξεων του ν. 998/1979, καθ΄ ο μέρος αφορούν τη
συμμετοχή δικαστικού λειτουργού ως προέδρου στις επιτροπές επίλυσης
δασικών αμφισβητήσεων, δεδομένου ότι πρόκειται αναμφιβόλως για το ίδιο
κατ΄ ουσίαν νομικό ζήτημα με το ήδη επιλυθέν με την απόφαση 3503/2009
της Ολομέλειας του Δικαστηρίου περί της συμμετοχής δικαστικού λειτουργού
ως προέδρου στην Ειδική Επιτροπή του άρθρου 152 του Δημοτικού και
Κοινοτικού Κώδικα. Οι αποφάσεις των επιτροπών επίλυσης δασικών
αμφισβητήσεων δημοσιεύονται, όπως και η πράξη χαρακτηρισμού εκτάσεων
κατ΄ άρθρο 14 του ν. 998/1979, η δε δίμηνη προθεσμία για την άσκηση
προσφυγής ενώπιον της δευτεροβάθμιας ΕΕΔΑ κατ΄ αποφάσεως της
πρωτοβάθμιας ΕΕΔΑ αρχίζει από τη δημοσίευση της αποφάσεως κατά τα
οριζόμενα στο άρθρο 14 του ν. 998/1979.

 

 

Πρόεδρος: Α. Θεοφιλοπούλου (Αντιπρόεδρος ΣτΕ)
Εισηγητής: Χ. Παπανικολάου (Πάρεδρος ΣτΕ)
Δικηγόροι: Σ. Βλαχόπουλος, Κ. Βαρδακαστάνης (Πάρεδρος ΝΣΚ)

[…] 2. Επειδή, με την υπ΄ αριθ. …/17.8.2001 πράξη του Δασάρχη Πειραιά, χαρακτηρίστηκαν ως δασικές εκτάσεις κατά τις παρ. 2 και 5 του άρθρου 3 του ν. 998/1979 δύο τμήματα, εμβαδού 1.650 τ.μ. και 1.050 τ.μ., αντιστοίχως, στη θέση Α του Δήμου Βάρης. Κατά της πράξης αυτής ο αιτών, ως ιδιοκτήτης εταιρείας, η οποία φέρεται ως κυρία των εκτάσεων, άσκησε αντιρρήσεις ενώπιον της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων Πειραιά. Η επιτροπή με την …/2002 απόφασή της απέρριψε τις αντιρρήσεις με το σκεπτικό ότι οι επίδικες εκτάσεις είχαν κηρυχθεί ως αναδασωτέες με τις …/1934 και …/21.11.1979 αποφάσεις του Υπουργού Γεωργίας και του Νομάρχη Πειραιά, αντίστοιχα και επομένως δεν ήταν δυνατός ο χαρακτηρισμός αυτών κατά τη διαδικασία του άρθρου 14 του ν. 998/1979. Με την ήδη προσβαλλόμενη …/2004 απόφαση της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων Εφετείου Πειραιά έγινε τυπικά δεκτή η προσφυγή του αιτούντος και εξαφανίστηκε η …/2002 απόφαση της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων Πειραιά, κατά το μέρος αυτής, με το οποίο κρίθηκε ότι δεν ήταν δυνατός ο χαρακτηρισμός των επίδικων εκτάσεων κατά τη διαδικασία του άρθρου 14 του ν. 998/1979. Με την ίδια απόφαση της δευτεροβάθμιας επιτροπής απερρίφθη κατά τα λοιπά η προσφυγή του αιτούντος και οι ως άνω δύο εκτάσεις εμβαδού 1.650 τ.μ. και 1.050 τ.μ., οι οποίες είναι κηρυγμένες και ως αναδασωτέες, χαρακτηρίστηκαν ως δασικές του άρθρου 3 παρ. 2 του ν. 998/1979. Με την ήδη κρινόμενη αίτηση, η οποία εισάγεται ενώπιον της επταμελούς συνθέσεως μετά την 99/2015 [1] απόφαση του Τμήματος με πενταμελή σύνθεση, λόγω της σπουδαιότητας του ζητήματος που αφορά στη συγκρότηση των επιτροπών του άρθρου 10 παρ. 3 του ν. 998/1979, ζητείται η ακύρωση της …/2004 απόφασης της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων Εφετείου Πειραιά καθώς και κάθε άλλης συναφούς πράξης ή παράλειψης της Διοίκησης.

3. Επειδή, με το από 25.11.2010 δικόγραφο προσθέτων λόγων, ο αιτών προβάλλει ότι δεν ήταν νόμιμη η συμμετοχή του Προέδρου Εφετών Ε, ως προέδρου, στη σύνθεση της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων Πειραιά, η οποία εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, εν όψει της προβλεπόμενης στις παρ. 2 και 3 του άρθρου 89 του Συντάγματος απαγόρευσης ανάθεσης διοικητικών καθηκόντων σε δικαστικούς λειτουργούς.

4. Επειδή, οι διατάξεις των παρ. 1, 2 και 3 του άρθρου 89 του Συντάγματος, όπως αυτές διαμορφώθηκαν μετά την αναθεώρηση του 2001 (Ψήφισμα της 6.4.2001) ορίζουν ότι: «1. Απαγορεύεται στους δικαστικούς λειτουργούς να παρέχουν κάθε άλλη μισθωτή υπηρεσία καθώς και να ασκούν οποιοδήποτε επάγγελμα. 2. Κατ΄ εξαίρεση επιτρέπεται στους δικαστικούς λειτουργούς να εκλέγονται μέλη της Ακαδημίας Αθηνών ή του διδακτικού προσωπικού ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, καθώς και να μετέχουν σε συμβούλια ή επιτροπές που ασκούν αρμοδιότητες πειθαρχικού, ελεγκτικού ή δικαιοδοτικού χαρακτήρα και σε νομοπαρασκευαστικές επιτροπές, εφ΄ όσον η συμμετοχή τους αυτή προβλέπεται ειδικά από το νόμο. Νόμος προβλέπει την αντικατάσταση δικαστικών λειτουργών από άλλα πρόσωπα σε συμβούλια ή επιτροπές που συγκροτούνται ή σε έργα που ανατίθενται με δήλωση βούλησης ιδιώτη, εν ζωή ή αιτία θανάτου, εκτός από τις περιπτώσεις του προηγούμενου εδαφίου. 3. Η ανάθεση διοικητικών καθηκόντων σε δικαστικούς λειτουργούς απαγορεύεται. Καθήκοντα σχετικά με την εκπαίδευση των δικαστικών λειτουργών θεωρούνται δικαστικά. Επιτρέπεται η ανάθεση σε δικαστικούς λειτουργούς των καθηκόντων εκπροσώπησης της Χώρας σε διεθνείς οργανισμούς. Η διενέργεια διαιτησιών από δικαστικούς λειτουργούς επιτρέπεται μόνο στο πλαίσιο των υπηρεσιακών τους καθηκόντων, όπως νόμος ορίζει. Περαιτέρω, στο άρθρο 118 παρ. 4 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «Η ισχύς των αναθεωρημένων διατάξεων των παρ. 2 και 3 του άρθρου 89 αρχίζει με τη θέση σε ισχύ του εκτελεστικού νόμου και πάντως από 1.1.2002».

5. Επειδή, από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι ο αναθεωρητικός συνταγματικός νομοθέτης απαγορεύει πλέον από 1.1.2002 την ανάθεση διοικητικών καθηκόντων σε δικαστικούς λειτουργούς με σκοπό την ενίσχυση της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας τους. Εξαίρεση από το γενική αυτή απαγόρευση, η οποία, όμως είναι για τον λόγο αυτό, στενά ερμηνευτέα, προβλέπεται από την παρ. 2 του άρθρου 89, προκειμένου για τη συμμετοχή δικαστικών λειτουργών, μεταξύ άλλων, σε συμβούλια ή επιτροπές πειθαρχικού, ελεγκτικού ή δικαιοδοτικού χαρακτήρα (ΣτΕ Ολ 3503/2009).

6. Επειδή, εξ άλλου, με την απόφαση 3503/2009 της Ολομέλειας του Δικαστηρίου κρίθηκε ότι η Ειδική Επιτροπή του άρθρου 152 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα (ν. 3463/2006, Α΄ 114), στην οποία προβλέπεται συμμετοχή δικαστικού λειτουργού ως προέδρου, δεν συγκροτείται νομίμως, διότι η επιτροπή αυτή, η οποία είναι αρμόδια για την εκδίκαση προσφυγών κατά αποφάσεων της Περιφέρειας που εκδίδονται επί προσφυγών κατά πράξεων οργάνων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου βαθμού, δεν συνιστά συμβούλιο ή επιτροπή ελεγκτικού ή δικαιοδοτικού χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 89 παρ. 2 του Συντάγματος. Ειδικότερα, σύμφωνα με την ανωτέρω απόφαση της Ολομελείας του Δικαστηρίου, ο ελεγκτικός χαρακτήρας συνάπτεται προς την άσκηση αρμοδιοτήτων οικονομικού ή δημοσιονομικού ελέγχου, όπως σαφώς προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 98 παρ. 1 του Συντάγματος που αναφέρεται στις αρμοδιότητες του Ελεγκτικού Συνεδρίου καθώς και του άρθρου 29 παρ. 2 του Συντάγματος που αναφέρεται στο όργανο που ελέγχει τις εκλογικές δαπάνες των κομμάτων και των υποψηφίων βουλευτών. Εξ άλλου, η ανωτέρω επιτροπή δεν έχει δικαιοδοτικό χαρακτήρα, αφού η διαδικασία ενώπιόν της δεν προσιδιάζει σε όργανο που ασκεί οιονεί δικαιοδοτικό έργο (όπως διατυπώσεις δημοσιότητας, κατ΄ αντιμωλία συζήτηση).

7. Τέλος, κατ΄ επίκληση των ανωτέρω διατάξεων και της παρ. 1 του άρθρου 78 του ν. 998/1979 εκδόθηκε η υπ΄ αριθ. 78806/4479/27.5.1993 απόφαση του Υφυπουργού Γεωργίας (Β΄ 396), με την οποία ρυθμίζονται διαδικαστικά θέματα σχετικά με την ενώπιον των Επιτροπών Επιλύσεως Δασικών Αμφισβητήσεων διαδικασία και τις αποφάσεις αυτών και στην οποία ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι αποφάσεις των επιτροπών επίλυσης δασικών αμφισβητήσεων δημοσιεύονται, όπως και η πράξη χαρακτηρισμού εκτάσεων κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 14 του ν. 998/1979 και ότι η δίμηνη προθεσμία για την άσκηση προσφυγής στη Δευτεροβάθμια ΕΕΔΑ κατά απόφασης της Πρωτοβάθμιας ΕΕΔΑ αρχίζει για τον οικείο Νομάρχη και τους τρίτους που έχουν έννομο συμφέρον, από τη δημοσίευση της απόφασης κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 14 του ν. 998/1979.

8. Επειδή, οι επιτροπές του άρθρου 10 παρ. 3 του ν. 998/1979, δεν συνιστούν συμβούλια ή επιτροπές ελεγκτικού ή δικαιοδοτικού χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 89 παρ. 2 του Συντάγματος, δεδομένου ότι η αρμοδιότητά τους, όπως ορίζεται στη διάταξη αυτή του ν. 998/1979 και στο άρθρο 14 του ίδιου νόμου, δεν έχει ως αντικείμενο την άσκηση οικονομικού ή δημοσιονομικού ελέγχου ούτε συνάπτεται με θέματα οικονομικού ή δημοσιονομικού χαρακτήρα. Εξ άλλου, οι επιτροπές αυτές δεν έχουν δικαιοδοτικό χαρακτήρα, διότι αποφαίνονται επί ενδικοφανών προσφυγών κατά διοικητικών πράξεων με βάση τη διαγραφόμενη στο νόμο διοικητική διαδικασία που δεν έχει στοιχεία, τα οποία προσιδιάζουν σε εκτέλεση δικαιοδοτικού έργου και σε άσκηση αρμοδιότητας δικαιοδοτικού οργάνου, όπως η δημοσιότητα των συνεδριάσεων και η υποχρέωση εξασφάλισης της κατ΄ αντιμωλία συζήτησης (ΣτΕ Ολ 3503/2009). Συνεπώς, η συγκρότηση των παραπάνω επιτροπών με τη συμμετοχή δικαστικού λειτουργού δεν είναι νόμιμη, ως αντίθετη προς τις παραπάνω συνταγματικές διατάξεις. Ήδη, εξ άλλου, δεν προβλέπεται η συμμετοχή δικαστικού λειτουργού στις Επιτροπές Εξέτασης Αντιρρήσεων του άρθρου 18 του ν. 3889/2010, όπως ισχύει, στις οποίες έχει ανατεθεί η εξέταση των αντιρρήσεων κατά του περιεχομένου δασικού χάρτη που αναρτήθηκε. Κατά την έννοια δε της διάταξης της παρ. 5 του άρθρου 100 του Συντάγματος, δεν συντρέχει ανάγκη παραπομπής στην Ολομέλεια του ζητήματος της αντισυνταγματικότητας της προαναφερθεισών διατάξεων του ν. 998/1979, καθ΄ ο μέρος αφορούν στη συμμετοχή δικαστικού λειτουργού ως προέδρου στις επιτροπές επίλυσης δασικών αμφισβητήσεων, δεδομένου ότι πρόκειται αναμφιβόλως για το ίδιο κατ΄ ουσίαν νομικό ζήτημα με το ήδη επιλυθέν με την απόφαση 3503/2009 της Ολομέλειας του Δικαστηρίου περί της συμμετοχής δικαστικού λειτουργού ως προέδρου στην Ειδική Επιτροπή του άρθρου 152 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα (πρβλ. ΣτΕ Ολ 1476/2004, 1156, 3634/2005, 3629/2007, 3536/2009 7μ., 2831/2011, 3060/2013 7μ., 1279, 1568/2015).

9. Επειδή, κατόπιν τούτων η κρινομένη αίτηση ακυρώσεως πρέπει να γίνει δεκτή και η υπόθεση να αναπεμφθεί στη Διοίκηση, προκειμένου η έκδοση απόφασης επί της προσφυγής του αιτούντος να γίνει κατόπιν νέας νόμιμης συγκρότησης της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων Εφετείου Πειραιά.
Δέχεται την αίτηση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *