Εξαίρεση μη κοινοχρήστου οδού από εγκεκριμένο σχέδιο πόλεως. Προϋποθέσεις χαρακτηρισμού οδών ως κοινοχρήστων

Πρόεδρος: Ν. Μπιχάκης, Προεδρεύων Αρεοπαγίτης
Εισηγητής: Ε. Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτης
Δικηγόροι: Α. Ανδρεάδης, Γ. Ζερβός

Νομοθεσία: άρθρα 28 ν. 1337/1983, 560 αριθ. 1 ΚΠολΔ
[…] Επειδή κατά το άρθρο 28 του ν. 1337/1983 «ιδιωτικοί δρόμοι, πλατείες και λοιποί χώροι κοινής χρήσεως, που έχουν σχηματισθεί με οποιονδήποτε τρόπο έστω και κατά παράβαση των κειμένων πολεοδομικών διατάξεων και βρίσκονται μέσα σε εγκεκριμένα σχέδια πόλεων θεωρούνται ως κοινόχρηστοι χώροι, που ανήκουν στον οικείο Δήμο ή Κοινότητα. Για τους χώρους αυτούς δεν οφείλεται καμμία αποζημίωση λόγω ρυμοτομίας. Σε περίπτωση όμως που οι χώροι αυτοί καταργούνται με το σχέδιο πόλεως προσκυρώνονται με τις κείμενες διατάξεις». Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ιδιωτικά ακίνητα αποκτούν την ιδιότητα του κοινοχρήστου χώρου και ως τοιαύτα περιέρχονται άνευ αποζημιώσεως στην κυριότητα του οικείου οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης, όταν η κοινοχρησία είναι αποτέλεσμα της βούλησης του ιδιοκτήτη, τα δε ακίνητα που αφέθηκαν στην κοινή χρήση περιλαμβάνονται ήδη σε εγκεκριμένη σχέδιο πόλης και αν ακόμα δεν ταυτίζονται με κοινόχρηστους χώρους που προβλέπονται από αυτό, οπότε προσκυρώνονται κατά τις κείμενες διατάξεις. Έτσι για τη μετάθεση της κυριότητας ακινήτων υπέρ του οικείου ΟΤΑ δεν αρκεί οποιαδήποτε ενέργεια διάθεσης του ακινήτου στην κοινή χρήση, αλλά πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς οι παραπάνω προϋποθέσεις, η συνδρομή των οποίων ελέγχεται παρεμπιπτόντως από τη διοίκηση και κρίνεται οριστικώς από τα αρμόδια πολιτικά δικαστήρια. Εξ άλλου από τις διατάξεις των άρθρων 967-970 και 972 ΑΚ συνάγεται ότι ένα ακίνητο καθίσταται κοινόχρηστο με τη βούληση του ιδιοκτήτη, όταν αυτός το θέσει σε κοινή χρήση με νομότυπη μεταβιβαστική δικαιοπραξία κατά το άρθρο 1033 ΑΚ, με διαθήκη ή δωρεά υπό τρόπον κατά τις διατάξεις των άρθρων 503, 1715 και 2014 ΑΚ ή με παραίτηση από την κυριότητα, προκειμένου να καταστεί αυτό κοινόχρηστο, η οποία όμως (παραίτηση), ως συνεπαγόμενη την κατάργηση εμπραγμάτου δικαιώματος πρέπει να περιβληθεί τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου και να υποβληθεί σε μεταγραφή σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 369 και 1192 αρ. 1 ΑΚ. Εντεύθεν έπεται ότι ο κύριος εδαφικής εκτάσεως που κείται εκτός σχεδίου πόλης, ο οποίος διαιρεί αυτή σε μικρότερα αυτοτελή οικόπεδα και τα πωλεί σε τρίτους, αφήνοντας μεταξύ αυτών δρόμους για την εξυπηρέτηση των αγοραστών και όχι για κοινή χρήση, δε χάνει την κυριότητά του επί των εδαφικών λωρίδων που άφησε για τη δημιουργία τους, εκτός αν έχει περιληφθεί δήλωση περί παραιτήσεώς του από αυτήν στα οικεία μεταβιβαστικά συμβόλαια και αυτά έχουν μεταγραφεί. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 57 εδ.α ΑΚ όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του, έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον, Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι προϋπόθεση της παρεχόμενης με αυτήν προστασίας είναι η συνδρομή παράνομης πράξης από την οποία επέρχεται μειωτική διαταραχή της προσωπικότητας σε κάποια έκφρασή της, τέτοια δε προσβολή δημιουργείται και όταν παρακωληθεί η χρήση δημοτικής ή κοινοτικής οδού. Επειδή κατά το άρθρο 560 παρ.1 Κ.Πολ.Δ., το οποίο είναι ταυτόσημο με το άρθρο 559 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. ιδρύεται λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, αν αυτός δεν εφαρμόσθηκε ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόσθηκε ενώ δεν έπρεπε καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση. Τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε τον νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως ελέγχεται με βάση τα εκτιθέμενα στην προσβαλλομένη απόφαση πραγματικά περιστατικά, που αποτελούν τις παραδοχές της. Ο ίδιος λόγος είναι δυνατόν να φέρεται ότι πλήττει την προσβαλλομένη απόφαση επειδή παραβίασε κανόνα ουσιαστικού δικαίου αλλά στην πραγματικότητα να πλήττει αυτήν κατά την εκτίμηση των αποδείξεων υπό το πρόσχημα ότι παραβίασε κανόνα ουσιαστικού δικαίου, οπότε ο σχετικός λόγος θα απορριφθεί ως απαράδεκτος, αφού πλήττει την ανέλεγκτη από τον ʼρειο Πάγο εκτίμηση των αποδείξεων (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ). Στην προκειμένη περίπτωση το Πολυμελές Πρωτοδικείο, που δίκασε ως Εφετείο, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλομένης απόφασης δέχθηκε μετά από εκτίμηση των αποδείξεων κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση τα ακόλουθα περιστατικά: «Όλοι οι ενάγοντες της από 20-11-2006 αγωγής, και ήδη εφεσίβλητοι, είναι κύριοι οριζόντιων ιδιοκτησιών που βρίσκονται σε πολυκατοικία που κείται επί της οδού … στο … Η ανωτέρω πολυκατοικία ανεγέρθηκε με βάση τη με αριθμό …/19-04-1973 οικοδομική άδεια του Πολεοδομικού Γραφείου Νομαρχίας Αττικής επί οικοπέδου έκτασης 1362 τμ. που συνορεύει νότια με την οδό …, βόρεια με ιδιοκτησία αγνώστου, δυτικά μερικά με ιδιοκτησία κληρονόμων Τ. και μερικά με ιδιοκτησία αγνώστων και ανατολικά μερικά με ιδιοκτησία πρώην Η. Α. και ήδη αγνώστων μερικά, δε, με ανώνυμη ιδιωτική οδό, πλάτους 6 γραμμικών μέτρων, αφεθείσα στο σημείο της πλευράς αυτής από τον Η. Α. προς εξυπηρέτηση του ακινήτου αυτού επί προσώπου 6 γραμμικών μέτρων, όπως αναφέρεται στο με αριθμό …/2000 συμβόλαιο. Ο κοινός δικαιοπάροχος των διαδίκων, Η. Α., είχε στην κυριότητα του ένα μεγαλύτερο ακίνητο-αγρόκτημα πέντε περίπου στρεμμάτων, το οποίο είχε αποκτήσει με βάση το με αριθμό …/ 1943 συμβόλαιο αγοραπωλησίας του συμβολαιογράφου … που μεταγράφηκε νόμιμα, το οποίο στη συνέχεια χώρισε σε 21 μικρότερα οικόπεδα προκειμένου να τα πωλήσει, αφήνοντας για την εξυπηρέτηση αυτών (των νέων οικοπέδων) μέρος της ιδιοκτησίας του και σχηματίζοντας κατά μήκος του κέντρου περίπου των νέων οικοπέδων μία ιδιωτική οδό πλάτους έξι (6) μέτρων, η οποία ξεκινούσε ανατολικά από τον τότε καρόδρομο (νυν οδό …) και κατέληγε δυτικά σε αδιέξοδο, δηλαδή είχε όριο την ιδιοκτησία κληρονόμων Τ. Τα παραπάνω αναφέρονται και στο με αριθμό …/ 1972 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου … με το οποίο οι προγενέστεροι δικαιοπάροχοι των εναγόντων αγόρασαν από τον Η. Α. το δυτικό μέρος του αγροκτήματος του έκτασης 1362 τ.μ., η οποία περιλάμβανε έξι (6) σχηματισθέντα από αυτόν οικόπεδα, καθώς και το δυτικό τμήμα της ιδιωτικής οδού που έτεμνε αυτά τα συγκεκριμένα οικόπεδα. Η αναφερόμενη ιδιωτική οδός σήμερα ονομάζεται…, αρχίζει από την επαφή της με την οδό … και καταλήγει στον οπίσθιο ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου της πολυκατοικίας των εναγόντων και όχι στην ιδιοκτησία κληρονόμων Τ., δηλαδή έχει μικρότερο μήκος από την αρχική, καθώς το δυτικό μέρος αυτής αποτελεί πια μέρος του οικοπέδου επί του οποίου είναι κτισμένη η ανωτέρω πολυκατοικία. Όπως αναφέρθηκε και στις παραπάνω νομικές σκέψεις, ιδιωτικά ακίνητα αποκτούν την ιδιότητα του κοινοχρήστου χωρίς την καταβολή αποζημίωσης, εφόσον προβλέπονται από το εγκεκριμένο σχέδιο πόλης ως κοινόχρηστοι χώροι και είτε η κοινοχρησία είναι αποτέλεσμα της βούλησης του ιδιοκτήτη (ρητής ή συναγόμενης εμμέσως από ενέργειες του) ή προκύπτει από πραγματική κατάσταση που διατηρήθηκε επί μακρύ χρόνο κατ’ ανοχή του ιδιοκτήτη. Ακολούθως, αποδείχθηκε ότι η παραπάνω ιδιωτική οδός δεν έχει περιληφθεί ως κοινόχρηστος χώρος στο εγκεκριμένο σχέδιο πόλης, καθώς σύμφωνα με το με αρ. πρωτ. …/23-11-2005 έγγραφο της Διεύθυνσης Πολεοδομίας της Νομαρχίας Αθηνών η οδός … παραμένει ιδιωτική οδός μη εγκεκριμένη. Ακόμη, σύμφωνα με το με αρ. πρωτ. …/23-06-2005 έγγραφο του Δήμου Χαϊδαρίου, για την ανέγερση της παραπάνω πολυκατοικίας καταργήθηκε το τελευταίο τμήμα της ιδιωτικής οδού, προσαρτήθηκε και συνενώθηκε με όμορες εκατέρωθεν ιδιοκτησίες, το πρόσωπο της νέας ιδιοκτησίας μετά τη συνένωση είναι η οδός … και κατά συνέπεια, οι ιδιοκτησίες 11, 12, 13, 14 (αρίθμηση οικοπέδων κατάτμησης αρχικού αγροκτήματος) απώλεσαν πλέον το δικαίωμα να χρησιμοποιούν οι ίδιες την ιδιωτική οδό …. Το γεγονός, δε, ότι έχουν εκδοθεί οικοδομικές άδειες με πρόσωπο στη … και ότι η τελευταία χρησιμοποιείται ως κοινόχρηστη οδός, δεδομένου ότι από αυτή διέρχονται βυτιοφόρο καυσίμων προς ανεφοδιασμό των πολυκατοικιών μεταξύ των οποίων και της επί της οδού … πολυκατοικίας, απορριμματοφόρα, όπως και κάθε τρίτος, δεν ασκεί καμία έννομη επιρροή ως προς το χαρακτηρισμό της οδού, αφού αυτή δεν έχει περιληφθεί ως κοινόχρηστη οδός στο εγκεκριμένο σχέδιο πόλης». Με βάση τις παραδοχές αυτές το Πολυμελές Πρωτοδικείο, κατά το μέρος που ενδιαφέρει, απέρριψε κατ΄ ουσίαν την αγωγή των αναιρεσειόντων περί προστασίας της προσωπικότητάς τους, λόγω παράνομης προσβολής από τους αναιρεσιβλήτους του δικαιώματος χρήσης κοινοχρήστου δημοτικής οδού και ακολούθως δέχθηκε κατ΄ ουσίαν την έφεση των τελευταίων κατά της εκκληθείσας πρωτοβάθμιας απόφασης που είχε δεχθεί ως ουσιαστικά βάσιμη την αγωγή. Έτσι που έκρινε το δικαστήριο της ουσίας δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις παραπάνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, τις οποίες ορθώς εφάρμοσε, ενόψει του ότι στην απόφασή του υπάρχει νομική ακολουθία μεταξύ των πραγματικών γεγονότων που έγιναν δεκτά από αυτήν και υπήχθησαν στις παραπάνω διατάξεις όπως η έννοιά τους αναλύθηκε στις νομικές σκέψεις που προαναφέρθηκαν και του συμπεράσματος του δικανικού συλλογισμού, χωρίς να αξιώσει λιγότερα ή διαφορετικά στοιχεία από όσα οι διατάξεις αυτές απαιτούν, με τις σαφείς παραδοχές ότι η επίδικη οδός δεν απέκτησε την ιδιότητα του κοινοχρήστου κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 28 του ν. 1337/1983, αφού όπως ανελέγκτως δέχθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, η επίδικη οδός δεν έχει περιληφθεί ως κοινόχρηστος χώρος στο εγκεκριμένο σχέδιο πόλης του Δήμου Χαϊδαρίου Αττικής και συνεπώς δεν συνέτρεχαν σωρευτικώς οι αναφερόμενες στην αρχή προϋποθέσεις για να αποκτήσει την ιδιότητα του κοινοχρήστου. Περαιτέρω δεν υπάρχει παραδοχή στην προσβαλλομένη απόφαση ότι η επίδικη οδός απέκτησε την ιδιότητα του κοινοχρήστου πράγματος με τη βούληση του ιδιοκτήτη εκδηλωθείσα με νομότυπη μεταβιβαστική δικαιοπραξία ή και με παραίτηση από την κυριότητα με σκοπό να καταστεί τούτο κοινόχρηστο, κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις του ΑΚ. Από την αναφορά σ’ αυτήν ότι ο κοινός δικαιοπάροχος των διαδίκων κατέτμησε το μείζον ακίνητό του σε μικρότερα οικόπεδα προκειμένου να τα πωλήσει, αφήνοντας για την εξυπηρέτηση αυτών των νέων οικοπέδων ιδιωτική οδό, τμήμα της οποίας είναι η επίδικη και ότι το γεγονός αυτό αναφέρεται σε συμβόλαιο του έτους 1972, δε συνάγεται βούληση του αρχικού παραπάνω κυρίου ότι αφήνει το επίδικο στην κοινή χρήση ή ότι παραιτείται της κυριότητάς του επ’ αυτού με σκοπό να καταστεί η οδός αυτή κοινόχρηστη κατά την έννοια του νόμου δηλαδή δίοδος που να χρησιμοποιείται από ευρύτερο αόριστο αριθμό προσώπων, αλλά ότι αυτή αφέθηκε για την εξυπηρέτηση των αναγκών μόνο των νέων οικοπέδων.

Συνεπώς οι πρώτος, δεύτερος, τρίτος, τέταρτος και πέμπτος λόγοι της αίτησης αναίρεσης, με τους οποίους αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια από τον αρ. 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ της ευθείας παραβίασης με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των παραπάνω ουσιαστικών διατάξεων, είναι αβάσιμοι. Οι ίδιοι λόγοι, στους οποίους περαιτέρω διαλαμβάνονται αντίθετα επιχειρήματα των αναιρεσειόντων ως προς τις παραπάνω παραδοχές και το αποδεικτικό πόρισμα στο οποίο κατέληξε το δικαστήριο της ουσίας, προς στήριξη του αγωγικού ισχυρισμού ότι το επίδικο είναι κοινόχρηστη δημοτική οδός και βρίσκονται κατ’ αυτούς σε αντίθεση με το αποδεικτικό υλικό, είναι απαράδεκτοι, καθ’ όσον υπό την επίφαση της αναιρετικής πλημμέλειας από τον αρ. 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ πλήττεται η ουσία της υπόθεσης, που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (άρθρο 561 ΚΠολΔ). Με τον έκτο λόγο της αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από το άρθρο 560 αρ.1 ΚΠολΔ πλημμέλεια της ευθείας παραβίασης της ουσιαστικού δικαίου διάταξης του άρθρου 57ΑΚ. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος καθ’ όσον στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού το Πολυμελές Πρωτοδικείο, μετά την παραδοχή ότι η επίδικη οδός δεν είναι κοινόχρηστη δεν ασχολήθηκε με την εφαρμογή του άρθρου 57 ΑΚ. Κατ’ ακολουθίαν τούτων πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες, ως ηττηθέντες διάδικοι, στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων που παραστάθηκαν (άρθρα 176, 183, ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό.

[Απορρίπτει την αίτηση.]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *